πρώτ'απ'όλα ο πιτσιρικάς ο άγγελος.
5-6 χρόνων. λυσασμένος να δει τι έγινε, όταν πήγαν τον παππού στο νεκροταφείο, η μαμά του έκρινε ως αυστηρά ακατάλληλες τις σκηνές και του έκλεισε τα μάτια. ο χαριτωμένος μικρός λύσσαξε βέβαια, και ρώταγε: τι του κάνανε; τι του κάνανε και δεν ήθελες να δω;
τον συνάντησα να ρωτά εναγωνίως, ο μπαμπάς να θέλει να τον βάλει στο αυτοκίνητο και η μαμά να του λέει ότι αυτά δεν είναι για παιδιά.
λέω στον άγγελο:
τι του κάνανε; θες να σου πω εγώ τι του έκαναν;
ναι, λέει ο άγγελος, και γατζώνει τα μάτια του ορθάνοιχτα πάνω μου και περιμένει.
ε να, ο παππούς γέρασε και πέθανε. αφού κάναμε όλοι την προσευχή μας για να ξεκουραστεί καλά τώρα, τον βάλαμε μέσα σ'ένα ωραίο κουτί, του βάλαμε και πολλά λουλούδια μαζί του, και την ώρα που χώνανε το κουτί στον τάφο του, ένας άγγελος που δεν τον βλέπουμε εμείς, ήρθε ακριβώς εκείνη την ώρα, πήρε στα χέρια του την ψυχή του παππού και την ανέβασε στον ουρανό. αυτό είναι όλο!
και να δεις που σε λίγο καιρό θα φυτρώνουνε λουλούδια στον τάφο του παππού. βέβαια, το κακό είναι ότι τώρα δεν θα τον βλέπουμε, αλλά τι να γίνει! έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους.
ο μικρός αγαλλίασε.
τώρα εντάξει, κατάλαβα! τώρα κατάλαβα! και μπήκε στο αυτοκίνητο ενώ πριν γινόταν της μουρλής.
αγγελούδι μου!... κατάλαβε, είχε ανάγκη κάτι να καταλάβει...
η μαμά του όμως είχε κι αυτή ανάγκη να μου εξηγήσει γιατί είχε τόσο φρικάρει και δεν ήθελε τέτοιες μνήμες στα παιδάκια της:
όταν ήταν η ίδια 11 χρόνων, μια κοπελίτσα 19χρονη, γειτονοπούλα, που της έκανε μάθημα αγγλικά, χτυπήθηκε από καλπάζοντα καρκίνο, πώς να το πω δεν ξέρω, και πέθανε σε διάστημα μικρότερο του χρόνου. η οδύνη των γονιών ήταν τέτοια που κατά τις λαϊκές συνήθειες έντυσαν νυφούλα τη νεκρή κόρη, κι έβαλαν παράνυμφο στο θάνατο την 11χρονη τότε μαμά του αγγέλου. καταλαβαίνετε τι βιασμό υπέστη η παιδική ψυχή της! ένιωσε κι αυτή πιο ήσυχα όταν είδε πλήρως ικανοποιημένο (δεν μπορούσε ο δόλιος να κανει κι αλλιώς!) τον μικρό της άγγελο.
...
η κηδεία που πήγα με έκανε να χύσω πολλά δάκρυα, για πολλούς και διάφορους λόγους, αλλά ήταν πραγματικά μια υπέροχη κηδεία.
ένας άνθρωπος πάνω από 80, πέθανε στο βέλγιο. μετανάστης εκεί πάνω από 50 χρόνια, γύρισε πια μονίμως στην πατρίδα του.
η γυναίκα του φρόντισε να έχει μαζί του όλα όσα είχε στην καθημερινότητά του. έτσι κι εγώ γνώριζα το καλό του κουστούμι, την καλή του γραβάτα, το στυλό που είχε στο τσεπάκι του σακακιού, τα γυαλιά του.
έστειλε το γιο της στην τράπεζα να φέρει χρήματα κατακαίνουρια, να του τα δώσει να έχει μαζί του για το πέρασμα στην άλλη ζωή.
έκαναν τη μεταφορά από το βέλγιο, και τον έφεραν στο σπίτι του στο χωριό θεολόγος ευβοίας.
έξω στην αυλή είχαν στηθεί καρέκλες ανάμεσα στις γλάστρες, για τους άντρες και τους γέρους...
σ'ένα τραπέζι υπήρχαν κεριά, κι ένα μπολάκι.
ρώτησα γιατί πράγμα είναι, μου είπαν: αυτοί που θα 'ρχονται θα παίρνουν ένα κερί ν'ανάψουν στον πεθαμένο. στο μπολάκι θα βάζουν τα λεφτά που θα πάνε στην εκκλησία την ώρα της κηδείας.
ο νεκρός έφτασε εκεί γύρω στις 9 το βράδυ. μαζί ήλθαν και οι παππάδες του χωριού, ήταν 2, δεν ξέρω αν ήταν κι από κάπου αλλού, εν πάση περιπτώσει, άνοιξαν το φέρετρο (μπρ...) και εκαναν ένα τρισάγιο γι'αυτόν. πάνω στο πρόσωπό του είχαν ένα μαντήλι με τον εσταυρωμένο, κι όταν η γυναίκα του απευθυνόμενη σ'αυτόν ήθελε να τον δει, οι γυναίκες του χωριού της έλεγαν:
-μη, έχει νυχτώσει, δεν πρέπει.
οι γυναίκες του χωριού είχαν πάρει θέση μέσα στο δωμάτιο του νεκρού.
η αδελφή του ήταν εκεί και εκτελούσε χρέη μοιρολογίστρας, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά η αδελφή το είχε δηλώσει, είχε έρθει εκεί για να τον κλάψει, έτσι έλεγε. πήρε λοιπόν ένα συρτό συρικτικό μόνοτονο ψαλμικό δημοτικό τόνο κι άρχισε τα διάφορα.
ένιωθα να πνίγομαι, ήμουν δίπλα της. χρειάστηκε να πάρω λεξοτανίλ πάντως, ήταν πολύ έντονη δοκιμασία, πρώτη φορά μου συνέβαινε, παρόλο που έχω θάψει μάνα και πατέρα. γύρω οι γυναίκες του χωριού, συγγενείς, φίλες, είχε έρθει να ξενυχτήσουν το νεκρό.
πάνω του έβαζαν κεριά που τα είχαν πλάσει σαν κουλούρες, κι όρθωναν το κομμάτι του κεριού που καιγόταν.
σε κάποια φάση εγώ αποσύρθηκα με τα παιδιά μου και κοιμήθηκα.
ξύπνησα γύρω στις 4 και πήγα να δω τι γίνεται. το μοιρολόι είχε σωπάσει, η κουβέντα είχε ανάψει ανάμεσα στις γυναίκες, η χήρα καθόταν στο προσκεφάλι του άντρα της, τον κοίταζε, κάποιος βρισκόταν κάτι να πει. η μοιρολογίστρα αδελφή είχε στεγνώσει συναισθηματικά. καθόταν ακίνητη και κοιτούσε στο πουθενά.
όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, πρωί μετά τη λειτουργία, μου εξήγησαν ότι 3 γυναίκες δεν πάνε στην κηδεία, μένουν, καθαρίζουν το σπίτι, βάζουν το τραπέζι (που είχε αποσυρθεί για να χωρά ο νεκρός) στη θέση του, γιατί, αμέσως μετά τη κηδεία, θα έρθει ο παπάς με τη χήρα να κάνουν αγιασμό στο σπίτι.
βρήκα πολύ οργανωμένες και καθάριες και συναδελφικές τις συνήθειες του χωριού.
όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, ήρθαν, πήρε η νεκροφόρα τον νεκρό, κι από πίσω όλοι, παπάδες και συγγενείς κλπ.
έγινε η κηδεία, τον πήραν τον έβαλαν στον τάφο αφού του έλυσαν τα χέρια και τα πόδια,
και μετά υπήρχε ψωμί, τυρί, ελιές και χυμός για όλους.
στη συνέχεια, στην πλατεία του χωριού ένα καφενείο είχε αναλάβει πίτες, τυρί ψωμί νερό και κρασί.
όταν εγώ γύρισα σπίτι, όλα είχαν ταχτοποιηθεί.
πέσαμε να κοιμηθούμε γιατί πράγματι και ποδαρόδρομος, και συγκίνηση, και ένταση.
στο απογευματινό καφεδάκι, άρχισε να 'ρχεται ένας, δυο, κλπ.
όχι η πληθώρα η χτεσινή, προφανώς φίλοι και συγγενείς, κι αυτοί σχετικά λίγοι.
όμως όλες οι γυναίκες έρχονταν με σκεπασμένα: βαστούσαν άλλη ταψί με τυρόπιττα, άλλη μακαρόνια με δεν ξέρω τι, κλπ κλπ.
έβαλαν στην αυλή τα τραπέζια μόνες τους, τα τραπεζομάντηλα του σπιτιού, τα μαχαιροπήρουνα.
κι έγινε ένα χαρούμενο, απλό, ξεκούραστο τραπέζι, που το λένε 'της παρηγοριάς'...
πραγματικά, των ελλήνων οι κοινότητες κάνουν άλλο γαλαξία.
ζωή σ'εμάς, όλα πολύ όμορφα, πολύ σοφά μελετημένα.
καλό απόγευμα, όλα σε κάποια φάση τελειώνουν.
5-6 χρόνων. λυσασμένος να δει τι έγινε, όταν πήγαν τον παππού στο νεκροταφείο, η μαμά του έκρινε ως αυστηρά ακατάλληλες τις σκηνές και του έκλεισε τα μάτια. ο χαριτωμένος μικρός λύσσαξε βέβαια, και ρώταγε: τι του κάνανε; τι του κάνανε και δεν ήθελες να δω;
τον συνάντησα να ρωτά εναγωνίως, ο μπαμπάς να θέλει να τον βάλει στο αυτοκίνητο και η μαμά να του λέει ότι αυτά δεν είναι για παιδιά.
λέω στον άγγελο:
τι του κάνανε; θες να σου πω εγώ τι του έκαναν;
ναι, λέει ο άγγελος, και γατζώνει τα μάτια του ορθάνοιχτα πάνω μου και περιμένει.
ε να, ο παππούς γέρασε και πέθανε. αφού κάναμε όλοι την προσευχή μας για να ξεκουραστεί καλά τώρα, τον βάλαμε μέσα σ'ένα ωραίο κουτί, του βάλαμε και πολλά λουλούδια μαζί του, και την ώρα που χώνανε το κουτί στον τάφο του, ένας άγγελος που δεν τον βλέπουμε εμείς, ήρθε ακριβώς εκείνη την ώρα, πήρε στα χέρια του την ψυχή του παππού και την ανέβασε στον ουρανό. αυτό είναι όλο!
και να δεις που σε λίγο καιρό θα φυτρώνουνε λουλούδια στον τάφο του παππού. βέβαια, το κακό είναι ότι τώρα δεν θα τον βλέπουμε, αλλά τι να γίνει! έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους.
ο μικρός αγαλλίασε.
τώρα εντάξει, κατάλαβα! τώρα κατάλαβα! και μπήκε στο αυτοκίνητο ενώ πριν γινόταν της μουρλής.
αγγελούδι μου!... κατάλαβε, είχε ανάγκη κάτι να καταλάβει...
η μαμά του όμως είχε κι αυτή ανάγκη να μου εξηγήσει γιατί είχε τόσο φρικάρει και δεν ήθελε τέτοιες μνήμες στα παιδάκια της:
όταν ήταν η ίδια 11 χρόνων, μια κοπελίτσα 19χρονη, γειτονοπούλα, που της έκανε μάθημα αγγλικά, χτυπήθηκε από καλπάζοντα καρκίνο, πώς να το πω δεν ξέρω, και πέθανε σε διάστημα μικρότερο του χρόνου. η οδύνη των γονιών ήταν τέτοια που κατά τις λαϊκές συνήθειες έντυσαν νυφούλα τη νεκρή κόρη, κι έβαλαν παράνυμφο στο θάνατο την 11χρονη τότε μαμά του αγγέλου. καταλαβαίνετε τι βιασμό υπέστη η παιδική ψυχή της! ένιωσε κι αυτή πιο ήσυχα όταν είδε πλήρως ικανοποιημένο (δεν μπορούσε ο δόλιος να κανει κι αλλιώς!) τον μικρό της άγγελο.
...
η κηδεία που πήγα με έκανε να χύσω πολλά δάκρυα, για πολλούς και διάφορους λόγους, αλλά ήταν πραγματικά μια υπέροχη κηδεία.
ένας άνθρωπος πάνω από 80, πέθανε στο βέλγιο. μετανάστης εκεί πάνω από 50 χρόνια, γύρισε πια μονίμως στην πατρίδα του.
η γυναίκα του φρόντισε να έχει μαζί του όλα όσα είχε στην καθημερινότητά του. έτσι κι εγώ γνώριζα το καλό του κουστούμι, την καλή του γραβάτα, το στυλό που είχε στο τσεπάκι του σακακιού, τα γυαλιά του.
έστειλε το γιο της στην τράπεζα να φέρει χρήματα κατακαίνουρια, να του τα δώσει να έχει μαζί του για το πέρασμα στην άλλη ζωή.
έκαναν τη μεταφορά από το βέλγιο, και τον έφεραν στο σπίτι του στο χωριό θεολόγος ευβοίας.
έξω στην αυλή είχαν στηθεί καρέκλες ανάμεσα στις γλάστρες, για τους άντρες και τους γέρους...
σ'ένα τραπέζι υπήρχαν κεριά, κι ένα μπολάκι.
ρώτησα γιατί πράγμα είναι, μου είπαν: αυτοί που θα 'ρχονται θα παίρνουν ένα κερί ν'ανάψουν στον πεθαμένο. στο μπολάκι θα βάζουν τα λεφτά που θα πάνε στην εκκλησία την ώρα της κηδείας.
ο νεκρός έφτασε εκεί γύρω στις 9 το βράδυ. μαζί ήλθαν και οι παππάδες του χωριού, ήταν 2, δεν ξέρω αν ήταν κι από κάπου αλλού, εν πάση περιπτώσει, άνοιξαν το φέρετρο (μπρ...) και εκαναν ένα τρισάγιο γι'αυτόν. πάνω στο πρόσωπό του είχαν ένα μαντήλι με τον εσταυρωμένο, κι όταν η γυναίκα του απευθυνόμενη σ'αυτόν ήθελε να τον δει, οι γυναίκες του χωριού της έλεγαν:
-μη, έχει νυχτώσει, δεν πρέπει.
οι γυναίκες του χωριού είχαν πάρει θέση μέσα στο δωμάτιο του νεκρού.
η αδελφή του ήταν εκεί και εκτελούσε χρέη μοιρολογίστρας, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά η αδελφή το είχε δηλώσει, είχε έρθει εκεί για να τον κλάψει, έτσι έλεγε. πήρε λοιπόν ένα συρτό συρικτικό μόνοτονο ψαλμικό δημοτικό τόνο κι άρχισε τα διάφορα.
ένιωθα να πνίγομαι, ήμουν δίπλα της. χρειάστηκε να πάρω λεξοτανίλ πάντως, ήταν πολύ έντονη δοκιμασία, πρώτη φορά μου συνέβαινε, παρόλο που έχω θάψει μάνα και πατέρα. γύρω οι γυναίκες του χωριού, συγγενείς, φίλες, είχε έρθει να ξενυχτήσουν το νεκρό.
πάνω του έβαζαν κεριά που τα είχαν πλάσει σαν κουλούρες, κι όρθωναν το κομμάτι του κεριού που καιγόταν.
σε κάποια φάση εγώ αποσύρθηκα με τα παιδιά μου και κοιμήθηκα.
ξύπνησα γύρω στις 4 και πήγα να δω τι γίνεται. το μοιρολόι είχε σωπάσει, η κουβέντα είχε ανάψει ανάμεσα στις γυναίκες, η χήρα καθόταν στο προσκεφάλι του άντρα της, τον κοίταζε, κάποιος βρισκόταν κάτι να πει. η μοιρολογίστρα αδελφή είχε στεγνώσει συναισθηματικά. καθόταν ακίνητη και κοιτούσε στο πουθενά.
όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, πρωί μετά τη λειτουργία, μου εξήγησαν ότι 3 γυναίκες δεν πάνε στην κηδεία, μένουν, καθαρίζουν το σπίτι, βάζουν το τραπέζι (που είχε αποσυρθεί για να χωρά ο νεκρός) στη θέση του, γιατί, αμέσως μετά τη κηδεία, θα έρθει ο παπάς με τη χήρα να κάνουν αγιασμό στο σπίτι.
βρήκα πολύ οργανωμένες και καθάριες και συναδελφικές τις συνήθειες του χωριού.
όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, ήρθαν, πήρε η νεκροφόρα τον νεκρό, κι από πίσω όλοι, παπάδες και συγγενείς κλπ.
έγινε η κηδεία, τον πήραν τον έβαλαν στον τάφο αφού του έλυσαν τα χέρια και τα πόδια,
και μετά υπήρχε ψωμί, τυρί, ελιές και χυμός για όλους.
στη συνέχεια, στην πλατεία του χωριού ένα καφενείο είχε αναλάβει πίτες, τυρί ψωμί νερό και κρασί.
όταν εγώ γύρισα σπίτι, όλα είχαν ταχτοποιηθεί.
πέσαμε να κοιμηθούμε γιατί πράγματι και ποδαρόδρομος, και συγκίνηση, και ένταση.
στο απογευματινό καφεδάκι, άρχισε να 'ρχεται ένας, δυο, κλπ.
όχι η πληθώρα η χτεσινή, προφανώς φίλοι και συγγενείς, κι αυτοί σχετικά λίγοι.
όμως όλες οι γυναίκες έρχονταν με σκεπασμένα: βαστούσαν άλλη ταψί με τυρόπιττα, άλλη μακαρόνια με δεν ξέρω τι, κλπ κλπ.
έβαλαν στην αυλή τα τραπέζια μόνες τους, τα τραπεζομάντηλα του σπιτιού, τα μαχαιροπήρουνα.
κι έγινε ένα χαρούμενο, απλό, ξεκούραστο τραπέζι, που το λένε 'της παρηγοριάς'...
πραγματικά, των ελλήνων οι κοινότητες κάνουν άλλο γαλαξία.
ζωή σ'εμάς, όλα πολύ όμορφα, πολύ σοφά μελετημένα.
καλό απόγευμα, όλα σε κάποια φάση τελειώνουν.