2; πώς 2;
ε, θα καταλάβετε.
ένα ζευγάρι παπούτσια. δύο δεν είναι; ο λουκάς, ο πρώτος μου γιος, ήταν 8 χρόνων και πήγαμε σ' ένα τσίρκο με ένα άλλο αγοράκι. περιμέναμε γύρω από τη σκηνή, βλέπαμε παπούτσια σε μια βιτρίνα, και ο μικρούλης μέλωνε κατά κυριολεξία τα παπούτσια, παρόμοια με του φίλου του, που σε κάθε βήμα έβγαζαν φωτάκι. ήταν της μόδας τότε.
του εξήγησα κάτι, το κατάλαβε τόσο καλά, που ποτέ δεν ξανααναφερθήκαμε σ' αυτό:
λουκά, αυτά τα παπούτσια κάνουν 15.000 δρχ. τα παπούτσια χωρίς φωτάκια κάνουν 5.000 δρχ και είναι το ίδιο καλά. κι υπάρχουν την ίδια στιγμή παιδιά που δεν έχουν παπούτσια καθόλου. δεν είναι λοιπόν καλύτερα, αν έχουμε 15.000 δρχ (και τότε είχαμε), να δώσουμε τα μισά για παπούτσια άλλων παιδιών, παρά να τα δώσουμε μόνο για μάς;
δεν είναι πιο δίκαιο;
ήταν.
είναι.
αυτό ήταν μια πρακτική του σπιτιού μας, και κάποιος μας την είχε μάθει.
ένα πρόσωπο, που ήταν πρός-ωπο πάντα. ένα μέτ-ωπο καθαρό.
ένα ζευγάρι μάτια γεμάτα καλοσύνη και σοβαρότητα.
γεμάτα κούραση και αξιοπρέπεια που τη μοίραζε όπως οι ζάπλουτοι μοιράζουν λίρες τη μέρα της γιορτής τους.
εκείνη μοίραζε αξιοπρέπεια κάθε μέρα.
γιατί γιόρταζε κάθε μέρα με τη χαρά των άλλων.
αυτή, μας είχε μάθει να μοιραζόμαστε κυρίως μ' αυτούς που δε γνωρίζουμε.
που στέκουν 'μέσα', τόσο 'μέσα', που πεινάνε χωρίς να ζητάνε, που πονάνε χωρίς να φωνάζουν, που ζουν στη σκιά της φτώχειας χωρίς πολλά πολλά.
όσοι την ξέραμε, ακολουθούσαμε το παράδειγμα που μας είχε δώσει.
στο σπίτι μας, σε εμφανές μέρος, υπήρχε και υπάρχει ένας πλαστικός, ευτελέστατος κουμπαράς.
κάποια ρέστα από ψώνια, μια πεταμένη δεκαρούλα, ένα ευτυχές γεγονός που μας γεμίζει χαρά και κάτι θέλουμε να μοιραστούμε, ένα καθημερνό βλέμμα για κάποιον που δε γνωρίζουμε γιατί δε βγαίνει στο φως, μια σκέψη ότι κάποτε κι εγώ ήθελα να ζητιανέψω, όταν έπρεπε να πάμε αμερική το σεραφείμ για την καρδούλα του, μα ήρθαν τα πράγματα έτσι και δε χρειάστηκε πολύ, μόνο λίγο, να ζητιανέψω. και τόσες άλλες σκέψεις μπορεί να κάνετε κι εσείς, παρόμοιες, μικρές, χαζούλικες, ή μεγάλες και σοβαρές για ό,τι σας περνάει από το κεφάλι.
προς το νοέμβρη κάθε χρονιάς, αυτός ο κουμπαράς, περίπου γεμάτος, αναλόγως τα κέφια, τα οικονομικά, κλπ κλπ, πήγαινε στα χέρια που όριζε εκείνη. πλήθος τέτοιοι κουμπαράδες έφθαναν από φίλους.
τα χρήματα γίνονταν πολλά.
άλλοι άνθρωποι, που είχαν εξακριβώσει τη σιωπηλή φτώχεια και δυστυχία, είχαν καταλόγους. ποιος που θα τον πέταγαν από το σπίτι γιατί δεν πλήρωνε νοίκι, ποιος που είχε μεταφερθεί στην πόλη μ'έναν άρρωστο από το χωριό του, ποιος που δεν τόλμαγε να δει στη φυλακή το παιδί του, ή τον φαντάρο του στο στρατό γιατί ντρεπόταν να μην έχει μία, ο κατάλογος είναι πολύ μακρύτερος από ό,τι φανταζόσαστε.
τα χρήματα του κουμπαρά γινόταν συστηματική και άρτια πράξη.
ένα περιστατικό που ίσως δεν το σκεφτόμαστε εύκολα, είναι η φτώχεια που δέρνει οικογένειες φυλακισμένων, και προκαλεί εντάσεις και απόρριψη: αυτός που είναι μέσα θέλει, θέλει, θέλει...
κι οι δικοί του που είναι απέξω δεν έχουν, δεν έχουν, δεν έχουν... γιατί ... σκεφτείτε λίγο! κι έτσι αρχίζει η απόρριψη κι η φυλακή γίνεται σχολείο για άλλα πράματα...
να βρεις λοιπόν την οικογένεια. να την ντύσεις, να τη φροντίσεις. να της πληρώσεις ξενοδοχείο να ρθεί στην άλλη πόλη, να δει το δικό της, να έχει να του δώσει κι εκείνου, να γλυκάνει για όλους η πίκρα της καταστολής, της ανέχειας, της παραβατικότητας.
αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.
φέτος ο κουμπαράς που είχα στο σπίτι παραβιάστηκε για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια, πάνω από 20, που έχω έναν τέτοιο κουμπαρά! άλλοτε θα σας πω γιατί παραβιάστηκε, και από ποιον.
και να, ένα πρόσωπο από το διαδίκτυο, που δεν ήξερε τίποτε για όλα αυτά, μου έφερε...
μου έφερε.
κάτι.
και για να δεις αυτή την ομορφιά, δε γίνεται να είσαι ένας. θέλει 2, και το 2 γίνεται πολύ παραπάνω.
καταλάβατε;
καλημέρα σας.
σίγουρα οφείλω και συνέχεια.