θυμάμαι την κυρία φανή, δασκάλα της β' δημοτικού όταν ήμουν μαθήτρια, να μπαίνει στην τάξη. ο λύσας, ο τελευταίος μαθητής της τάξης έχει ξαπλώσει στη μέση της τάξης και κάνει τον πεθαμένο. η κυρία φανή βάζει το τακούνι της πάνω στην κοιλιά του.
δε θα το ξεχάσω.
και δε θα ξεχάσω το λύσα, ένα χρόνο αργότερα, να μην έρχεται πια σχολείο: με τον μπαμπά του πάνω σ' ένα τρίκυκλο μαζεύει παλιοσίδερα.
θυμάμαι την κυρία φανή και την κυρία καίτη και μια άλλη κυρία, να με καλούν κοντά τους, εκεί που κάθονταν στον ήλιο, όντας κι εγώ στη β' δημοτικού και να με ρωτάνε:
-τι είναι αυτό το σημάδι στο πρόσωπό σου;
δασκαλεμένη από τη μαμά μου εγώ λέω:
-το λένε αιμαγγείωμα, δεν είναι τίποτα, έτσι γεννήθηκα, δεν πονάει, δεν πειράζει.
-κρίμα... κι είσαι και κοριτσάκι! φύγε τώρα, πήγαινε να παίξεις.
...
θυμάμαι την κυρία λόλη, στο γυμνάσιο, την ώρα της έκθεσης να φωνάζει στην τάξη, συστηματικά σχεδόν:
-κονδύλη! όχι πολλές αρλούμπες!
θυμάμαι δασκάλους να γδύνουν τα παιδιά την αξιοπρέπειά τους.
θυμάμαι την κυρία μακρή, καθηγήτρια γαλλικών, να λέει:
-ένα παιδί από αυτή την τάξη θα μας κάνει όλους περήφανους μια μέρα. εσείς θα χαιρόσαστε που είσαστε συμμαθητής του, κι εγώ που ήμουνα δασκάλα του.
η δασκάλα αυτή δεν είχε καμιά εγγύηση ότι έτσι θα γινόταν. το πόσο όμως εμψύχωνε, και μάλιστα για πρώτη φορά, αυτό το παιδί, δεν έχει καμιά σχέση με το μέλλον του παιδιού. είχε ευεργετική σχέση σε όλη τη ζωή του, δλδ στο παρόν, το ΠΑΡΌΝ του παιδιού...
θυμάμαι τον κύριο λόιξ, καθηγητή πολυτεχνείου της λουβαίν, να χτυπάει το κουδούνι του φτωχικού σπιτιού μας, απρόσκλητος, για να κάνει ιδιαίτερο μάθημα δωρεάν στον αδελφό μου, τότε φοιτητή ιατρικής στη λουβαίν.
θυμάμαι τον οττέν, τον καθηγητή ανάλυσης κειμένων, να με βρίσκει στο δρόμο και να μου λέει: έλα δω εσύ! στις εξετάσεις έγραψες βλακείες. είσαι όμως η καλύτερη φοιτήτρια της χρονιάς, σε ξέρω από τη συμμετοχή σου στο μάθημα. αντί για 6 που άξιζε το γραφτό σου, θα σου βάλω 13, μην παρεξηγηθείς!
(άκου και να μην παρεξηγηθώ!)
θυμάμαι τη βαν ριτ, την αριστοκράτισα καθηγήτρια αραβικής φιλοσοφίας.
να με παίρνει τηλέφωνο στη γειτόνισσα εδώ στην ελλάδα, γιατί όταν γυρίσαμε δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο, λέγοντάς μου:
συγγνώμη που θα σας τηλεφωνώ κάθε 15, μα δε θέλω να εγκαταλείψετε με την πρώτη δυσκολία ό,τι έχετε κάνει μέχρι τώρα...
θυμάμαι τον ρεκμάνς, καθηγητή μου στο μεταπτυχιακό, να γράφει στη γερουσία, όταν τελείωσα και μου πρότειναν μια θέση στο πανεπιστήμιο της λουβαίν, μα δεν είχε μπει η ελλάδα ακόμη στην κοινότητα και δεν δικαιούμην: 'αντί να δίνετε υπηκοότητα μόνο σε ποδοσφαιριστές, δώστε και σ' έναν άνθρωπο των γραμμάτων που τον θέλουμε'...
θυμάμαι τον παπαδημητρίου εδώ, να βοηθάει τον αγράμματο πατέρα μου, κατά τύχη, και να με θυμάται αργότερα...
θυμάμαι τον παπαθωμόπουλο, να μου συμπαραστέκεται στις πρώτες ομιλίες μου με το βλέμμα ανθρώπου που αγαπάει...
θυμάμαι δασκάλους και δασκάλους.
μοναξιά και σκέψη.
τώρα πια, στη μέση ζώνη που είμαι, έχοντας ζήσει και ζωή, έχοντας πλησιάσει πολύ και θάνατο, κάθε φορά που έχω την τιμή να βρεθώ σε τάξη, νιώθω ευγνωμοσύνη για τα παιδιά που γνωρίζω, το παιδί που ήμουν κάποτε ξυπνά και μου γνέφει:
ναι,
η καρέκλα είναι για να κάθονται τα παιδιά,
ο λόγος είναι για να μοιραζόμαστε το μέλλον
-κι εγώ τις προάλλες έδωσα τη θέση μου μα βρήκα μια άλλη, όχι μόνο στην αίθουσα εκείνη, μα στην καρδιά σου κοριτσάκι,
κι η καρδιά των παιδιών είναι το πιο άγριο το πιο ειλικρινές το πιο μυστικό λεω-φορείο.
είθε να έχω πάντα μια θέση εκεί, να παλεύω
έχω δεχτεί τόσα που όσα και να κάνω είναι λίγα.
είμαι κι εγώ λιγοστή. έχω λίγα χρόνια ακόμη. μα θέλω φεύγοντας να έχω μαζί μου ένα χαμόγελο και την αγάπη των παιδιών.
και όσο και να τρέμω, κάτι, έστω κάτι τόσο δα, να έχω προσφέρει στα παιδιά.
έστω και μια θέση μέσα σε μια αίθουσα.
εκείνα μου έχουν δώσει μια θέση να υπάρχω.
ευχαριστώ.