Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

τι με έπιασε τώρα... σχολεία.

θυμήθηκα ένα μπουκάλι κρασί.
μια δασκάλα του σεραφείμ που αποχώρησε από την αθήνα, με κάλεσε στο χωριό που δίδασκε να 'δουν' τα πιτσιρίκια από κοντά ένα συγγραφέα, κι επειδή παριστάνω το συγγραφέα, με σκέφτηκε. τότε ήταν ακόμη εν ζωή ο χάρης σακελλαρίου, επέλεξα λοιπόν να μιλήσω γι' αυτόν στα παιδιά, και να πω τι έκανε αυτός με τους μαθητές του. από κει και το μπουκάλι το κρασί που σας έλεγα, με ετικέτα ενός γονιού με το όνομα και την ημερομηνία της εκδήλωσης...
δλδ φιλοξενία όχι άριστη, αλλά πέρα από λόγια.
στο χωριό όμως αυτό, υπήρχαν δύο δημοτικά σχολεία. είχε προσβληθεί ο άλλος διευθυντής που δεν είχε κάνει την εκδήλωση, γι' αυτό, ναι μεν έπρεπε να πάω και στο άλλο το σχολείο, αλλά έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη και για τη σχετική ψυχρολουσία. ε, τι να κάνουμε, δεν πειράζει, είχε και καλό καιρό...:)
με πάνε λοιπόν στο άλλο σχολείο αυτοί που με είχαν καλέσει.
όντως, συναντάμε κάτι ψιλοαδιάφορους δασκάλους, μια μου λέει: να τον συγχωρείτε το διευθυντή, αλλά είχε ανηλειμμένες υποχρεώσεις,
λέω αλοίμονο καταλαβαίνω,
θέτε έναν καφέ
όχι μη σας κουράζω
άντε, τα παιδιά τα μαζεύουμε (μεταφράστε: άντε πάτε να σας φάνε να ησυχάσουμε).
σε δυο λεπτά βρίσκομαι σε μια αίθουσα με απίστευτη βαβούρα.
όμως η αίθουσα ήταν υπέροχη: σχολική αίθουσα μεγάλη, με τοίχους χοντρούς, παράθυρα απ' αυτά που μπορείς να κοιμηθείς στο άνοιγμά τους.
τα πιτσιρίκια, καμιά εξηνταριά, από την πρώτη στην έκτη, και να γίνεται Ο χαμός. δάσκαλος ή δασκάλα μαζί τους ΚΑΝΕΝΑΣ.
η πόρτα έκλεισε πίσω μου, και με άφησαν στο θηριοτροφείο.
τι να κάνω κι εγώ η καημένη; από κάπου έπρεπε να πιαστώ για να επιβιώσω.
μπροστά μπροστά ήταν μια παρέα με τα μαγκάκια του σχολείου κι είχαν ένα χαρτόνι διαστάσεων και το χρησιμοποιούσαν για ξίφος, και το πετούσαν από τον έναν στον άλλο.
να μιλήσω εκεί μέσα;
χα χα χα
βεβαίως και θα μιλήσω.
παίρνω το χαρτόνι έτσι ρολό τεράστιο, το πετάω σ' ένα τυπάκι απ' τα μορτάκια λέγοντάς του: 'πιάστο!'
επ...
άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα η διάδραση. 'πέτα το σε μένα!' του λέω ξανά.
επ... τι τρέχει εδώ, λένε μάλλον. θα το πετάξει και σε μένα;
μην τα πολυλογούμε, σε 5' τα πιτσιρίκια ακούγανε και περιμένανε...
η πίεση είχε καταλαγιάσει
άνοιγε στις ζωηρές καρδούλες ένα κομματάκι ενδιαφέροντος και σοβαρότητας...
σε λίγο δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο ματάκια έβλεπες, και πιτσιρίκια να ακούνε και να μιλάνε...
σε μια στιγμή η πόρτα ξανάνοιξε. νομίζω ήταν κάποιοι δάσκαλοι και κοιτούσαν μήπως είχα ρίξει αέριο κι είχαν πεθάνει τα μικρά.
φυσικά καμιά σημασία δεν τους έδωσα, χαμογέλασα μόνο και συνέχισα με τα παιδιά...
απίστευτο.
και το πιο απίστευτο ήταν μια πιτσιρδέλα. πρέπει να 'ταν τετάρτη-πέμπτη, όχι από τα μεγάλα. με το που είπα ' αυτό ήταν παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ, τελειώσαμε'
η μικρή ήρθε καρφωτή μ' ένα μολύβι κι ένα τετράδιο.
μπορείτε να μου γράψετε το όνομά μου εδώ στα αραβικά;
η πόρτα άνοιξε να φύγουν στο διάλειμα. μια ουρά όμως πιτσιρικάκια, ίσως όλα; που να ξέρω; ήταν εκεί, μ' ένα κομμάτι χαρτί κομμένο στραβά, μ' ένα τετράδιο, ένα μπλοκ, ένα κάτι, για να γράψω το όνομά τους στα αραβικά...
εμφανίστηκε κι ο πολυάσχολος μεγαλοδιευθυντής.
μου έσφιξε το χέρι.
ήταν ζεστή τώρα πια η επαφή. του λέω κι εγώ:
συγχαρητήρια! τα παιδιά σας σάς έβγαλαν ασπροπρόσωπο!
ήταν αλήθεια αυτό.
ο καθένας μας όμως εισέπραττε την αλήθεια κάπως διαφορετικά.
καλή σου ώρα ελευθερία, δασκάλα...


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

χωρίς τσάντα, αφιερωμένο στην αγράμπελη.

λοιπόν, κοινωνικός ρατσισμός.
να το ξεπεράσουμε και να μιλήσουμε για την ανθρωπιά. γιατί υπάρχει και δεν την ξεχνάμε... δε μπορούμε ρε παιδί μου! αδυνατούμε!
γιατί καλέ αδυνατείτε;
μα, γιατί αν την ξεχάσουμε, απο πού θα πιαστούμε;
λοιπόν (ξανά!), ήμουν φοιτήτρια στο βέλγιο, όπου είχα πάει με τη μητέρα και τον αδελφό μου απ΄ τα 15 μου. η μάνα μου δεν ήξερε παρά ελάχιστα γαλλικά, ίσως γι' αυτό τα ελληνικά και η σχέση με την ελλάδα, και το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν στην ελλάδα κι ήλθε στο βέλγιο πολύ αργότερα, βάστηξε τους δεσμούς με την πατρίδα εντελώς ζωντανούς, στα 20 χρόνια διαμονής μου εκεί.
ως φοιτήτρια λοιπόν σε βελγικό πανεπιστήμιο, δε μου έφτανε η ζωή.
ήθελα να επιστρέψω.
με το στανιό μάζεψα την χαρτούρα που ζητούσαν για μετεγγραφή, κι έπεισα με το στανιό τους γονείς να μ' αφήσουν να γραφτώ και στο ελληνικό πανεπιστήμιο. χωρίς να ξέρω αν γινόταν, ήθελα με πονηριά και παγαποντιά να είμαι γραμμένη και στα δυο πανεπιστήμια και να τελειώνω και τα δυο.
(η ξενητειά με είχε μάθει να κάνω τα πράματα αλλιώτικα, αφού ούφο ήμουνα. έτσι είχα καταφέρει στα 16 μου να είμαι μαθήτρια στο λύκειο εκεί, αλλά με τρόπο θαυματουργικο είχα πετύχει και να γραφτώ στο πανεπιστήμιο εκεί. αυτό ήταν στα όρια του παράνομου, και να που το είχα καταφέρει. γιατί να μην καταφέρω κι αυτό; έτσι σκεφτόμουν).
έστειλα τα χαρτιά στον πατέρα μου, και τον παρακάλεσα να πάει στο πανεπιστήμιο αθηνών να βρει άκρη.
ο καημένος ο πατέρας μου... ο θεός να τον αναπαύει, κι αυτόν και τη μάνα μου κι όλους που πέρασαν απέναντι...
πήρε τα χαρτιά μου και κατέληξε κάπου στην ιπποκράτους, -εγώ αγνοούσα παντελώς τα τι και πώς-. κοίταζε από δω κι απο κει, δεν ήξερε ακριβώς πού να απευθυνθεί...
τα υπόλοιπα μου τα περιέγραψε ο ίδιος ο μπαμπάς μου:
"σε μια στιγμή, εκεί που δεν ήξερα τι να κάνω εκεί που με έστειλαν, άνοιξε μια πόρτα απ' αυτές που έχουν σαν στρώμα πάνω τους, χοντρές!
με είδε έτσι ένας κύριος που βγήκε από κει, και με ρώτησε τι θελετε;
με έβαλε στο γραφείο του να καθήσω, είδε και τα χαρτιά
με ρώτησε τι και τι και πώς κλπ, του είπα
φαινόταν σπουδαίος άνθρωπος, και μου είπε όταν θα 'ρθεις το καλοκαίρι να πας να τον βρεις! μου έδωσε και το τηλέφωνό του! τον λένε ΧΧ.
ο πατέρας μου είχε πολλή καλοσύνη αλλά τον διέκρινε η σιωπή. για να μιλήσει με ενθουσιασμό, όσο συγκρατημένος κι αν ήταν, αυτό, ήταν σπάνιο.

επειδή όμως στο τέλος οι γονείς μου δε συμφώνησαν να κατέβω να δώσω εξετάσεις για να με δεχτούν και στο ελληνικό πανεπιστήμιο, στεναχωρήθηκα, κι ούτε πήρα τηλέφωνο αυτόν τον καθηγητή...
πέρασαν χρόνια, πήρα το πρώτο μου πτυχίο, το δεύτερο, άρχισα ντοκτορά. το θέμα μού το πρότεινε η αείμνηστη βαν ριτ.
ε, δε θα το πιστέψετε! εγώ άρχισα το ντοκτορά μου το 80, για τη σχέση ενός ελληνικού κειμένου με το αραβικό πρωτότυπό του. στη βιβλιογραφία ανακάλυψα ότι ένα ντοκτορά του ιλινόις ασχολείτο με τα ελληνικά χειρόγραφα αυτού του θέματος. παράγγειλα το βιβλίο από το ιλινόις. ο συγγραφέας ήταν ο ιωάννης-θεοφάνης παπαδημητρίου, και ήταν το δικό του ντοκτορά, του 1961 ή 63, δε θυμάμαι τώρα.
ε, αυτός ήταν ο ΧΧ που έλεγα πιο πάνω! σ' αυτόν είχε φτάσει τυχαία ο πατέρας μου!
όταν το 84 πήγα να τον βρω γιατί δούλευα σε παρόμοιο θέμα με εκείνον, με γνώρισε, δεν του είπα τίποτε για τον πατέρα μου, κι εκείνος μου είπε:
γιατί δεν ήρθατε να με βρείτε τότε που έδωσα το τηλέφωνό μου στον μπαμπά σας;
!!!
ε, δεν είναι όμορφο να είναι κανείς άνθρωπος; είναι μικρός και είναι όμορφος έτσι ο κόσμος...
καλημέρα σας!

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

η τσάντα

ο κλαουδάτος ήταν ένα λαϊκό μαγαζί. καμιά σχέση με αττικόν, ας πούμε, ή με γκόλντεν χολ. δλδ, εκεί μέσα, όπως και να έμπαινες δεν είχες να σχολιαστείς. βάσταγα την πάνινη τσάντα μου και κοίταζα σ' ένα καλάθι.

τα παιδιά μου ήταν τότε μικρά.

- καλέ εσύ δεν είσαι η ελένη κονδύλη;

-ναι...:;

-δε με θυμάσαι, είμαι η ΧΧ, συμμαθήτριά σου από το κολλέγιο (ψεύτικο όνομα είναι κι αυτό, όπως το ΧΧ)...

-πόσο χαίρομαι! τι κάνεις;

-πάμε να πιούμε ένα καφεδάκι μαζί, ελένη;

-ευχαρίστως!

ήταν και για μένα τρομερά ευχάριστο, είχα αφήσει το λεγόμενο κολλέγιο στα 15 μου που με είχανε πατσαβουριάσει τα πάω στα βέλγια και να βρεθώ αλλού κι αλλού (και φυσικά τώρα ξέρω τι καλό ήταν αυτό, τότε όμως πόναγε πολύ).

η χχ ήταν η καλή μαθήτρια στο κολλέγιο. εγώ ήμουνα το μέτριο σκανταλιάρικο που ζωγράφιζε καλά, ή, τέλος πάντων έτσι νόμιζε.

εκείνη έγραφε καλλιγραφικά, εμένα με κατηγορούσαν (μέχρι σήμερα) για την κακογραφία μου. εκείνη ήταν η καλή μαθήτρια που ό,τι και να έλεγε η δασκάλα είχε ένα χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της. και φυσικά δε με έκανε παρέα, είχε τις φίλες της, όλες εκλεκτές μαθήτριες που τις ζήλευα!

ενδιαμέσως είχα και μια καθηγήτρια, τη χειρότερη ίσως, τότε ακόμη δεν το ήξερα, που είχα ποτέ. κάθε φορά που γράφαμε έκεθση φώναζε από την έδρα, την ώρα που υπήρχε ησυχία στην τάξη: 'κονδύλη! όχι πολλές αρλούμπες!'

(τι εμψύχωση για ένα βλαμμένο σαν και του λόγου μου! πώς μπορούνε μερικοί εκπαιδευτικοί να μιλάνε έτχσι σε παιδάκια, όσο χαζά κι αν είναι, όσο φαντασμένα, όσο ό,τιδήποτε! απαράδεκτο!)

ήταν δεδομένο για κείνη ότι έγραφα αρλούμπες. όταν όμως οι τελευταίες μαθήτριες που και που μου πάσαραν το τετράδιο κι έγραφα την έκθεσή τους, εκεί, παίρνανε καλύτερο βαθμό από μένα, χα χα χα. ήμουνα δε κακογράφος και ανορθόγραφη, κακή στα αρχαία ελληνικά, ανύπαρκτη στο συντακτικό, σαϊνι μόνο στην άλγεβρα (τη μοναδική επιστήμη/μέθοδο που λάτρευα)

στην τρίτη γυμνασίου τα διαπρεπή αστέρια της τάξης έλεγαν τι θα σπουδάσουν.

περιμέναμε την προσευχή, είμασταν σε γραμμές, είμασταν όλη η τάξη.

εκεί που λέγαν τα άλλα παιδιά εν όψει και του λυκείου, πετάγομαι κι εγώ σαν την π... και λέω: εγώ θα σπουδάσω φιλολογία!

τι ήταν αυτό!

μέχρι σήμερα θυμάμαι τη χχ να γελάει μαζί με την παρέα της μέχρι σκασμού! τέτοιο αστείο δεν είχαν ξανακούσει! η κονδύλη φιλολογία! καλά! για ποια περνιέται! γελάγανε ασταμάτητα χωρίς να μου λένε τίποτα.

στεναχωρήθηκα. μα με είχε προετοιμάσει και η καλή φιλόλογος, ότι πάντα για γέλια ήταν ό,τι και να έκανα. έτσι δεν έβγαλα μιλιά. στην ουσία δε με πολυπείραξε. ε, όσο ναναι...

και μετά έφυγα.

βρέθηκα σ' ένα βελγικό σχολείο να κάνω εμετό κάθε πρωί πριν φτάσω, για δυο χρόνια τουλάχιστον. τόσο δύσκολο, τόσο δύσκολο για μένα.

τη συνέχεια θα την πούμε άλλοτε. την κατάληξη πάντως την ξέρετε. τους τελευταίους ανθρώπους που 'γέλασα' (αυτοί πάντως δε γέλασαν, χειροκρότησαν), ήταν τώρα που με εξέλεξαν μέλος σε μια διεθνή επιστημονική εταιρεία, μετά από διάλεξή μου και δικά τους λόγια στη νάπολη).

να λοιπόν, η περίφημη χχ, να πίνει μαζί μου καφέ στον κλαουδάτο.

σαν όνειρο ήταν, αυτή, που με σνόμπαρε πάντα!

νόμιζα ότι ίσως άλλαξαν τα πράγματα. πως έγινα αποδεκτή.

και εκείνη, με την αφέλεια της κατάστασής της, μου είπε:

-εγώ συνήθως δεν κοιτάζω κανέναν στο δρόμο, αλλά όταν είδα την τσάντα να γράφει 'μουσείο γουλανδρή', κατάλαβα ότι έπρεπε να κοιτάξω.

αυτή την πληγή τη θυμάμαι πιο πολύ λοιπόν.

την τσάντα από το μουσείο όπου πήγαινα τα παιδιά μου κάθε σάββατο, δεν την ξανάβαλα στο δρόμο. αν μπορούσα να έχω τσάντα ασορτί με τις πλαστικές σαγιονάρες μου, θα το έκανα.

όταν μια τσάντα επιτρέπει να σβήνουν τα πρόσωπα και οι προσωπικότητες, είναι λυπηρό.

ο χαρακτήρας τελικά μένει μάλλον ίδιος.

κι όμως.\

υπάρχει ελπίδα.

πέρα από την τσάντα, τις σπουδές, τα διδακτορικά, τις θέσεις.

μέσα, υπάρχει ελπίδα. ακόμη και για μένα. ακόμη και για την κάθε χχ, δε νομίζετε;


Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ένα γκράφιτι: μα, χαζή είσαι παιδάκι μου;

οντά στην εμμανουήλ μπενάκη, σ' ένα παλιό σπίτι, για χρόνια έβλεπα ένα πολύτιμο, διδακτικότατο, κουλτουρέ και πολιτισμένο (σαφώς αντίθετες αυτές οι δυο λεξούλες μεταξύ τους) γκράφιτι:

εν αμίλλαις πονηραίς, αθλιότερος ο νικήσας.

παρόλο που μου φαίνεται απλό στη μετάφραση, θα σας το μεταφράσω όπως μπορώ: ανάμεσα σε παλιανθρώπους νικά ο πιο παλιάνθρωπος.

όλοι κρύβουμε έναν παλιάνθρωπο μέσα μας. είναι ένας τουλάχιστον από τους δέκα μικρούς μήτσους.

εγώ ας πούμε, παρόλο που είμαι απείρου κάλλους αλλά έχω και κάλους, μοιάζω σε αντιδράσεις μου με εκείνη την ξαπλωμένη ζάπλουτη, που έλεγε για τα ίμια 'καλά, πές μου, εγώ ξέρω ζυρίχη, λωζάνη, παρίσι, 'ίμια'; τι είναι; πού είναι; κλπ'.

άλλοτε μοιάζω με τον τύπο που κάνει ασκήσεις θάρρους, κι είμαι στο νούμερο άσκησης 888888888 (τυχαίο άραγε; δε νομίζω!)

κι άλλοτε μοιάζω με τον ξάδελφο απ' την καρδίτσα...

τι θες λοιπόν ελένη, μετά αυτή την εισαγωγή στο μάθημα της λογικής:

να νικάς και να είσαι ο αθλιότερος

ή να νικάς και να είσαι αυτό που γράφει ο άπαιχτος μπρεχτ;

διότι

έχω κι εγώ ένα γκράφιτι στο γραφείο μου, το έχω βάλει πάνω από το κεφάλι μου:

mere courage ne tire aucune leçon des catastrophes qui l'accablent.

να το μεταφράσω: η μάνα-κουράγιο δεν παίρνει κανένα μάθημα απ'τις καταστροφές που πέφτουν στο κεφάλι της.

πόσο θα ήθελα να της μοιάζω...

ναι, ήμουνα στη θέση του συνοδηγού στο ταξί, είχα τη τσάντα μου με τα έγγραφα που μόλις είχα πάρει για το σχολείο του σεραφείμ από το ΚΕΔΔΥ, ευτυχώς μόλις τα είχα υπογράψει σε 4 αντίτυπα, μου έδωσαν τα 2, μου είπαν το ένα να πάει στο σχολείο, το άλλο να μείνει στο γονέα γιατί έχει ισχύ τρία χρόνια (νομίζω), και τα άλλα 2 τα έχουν για το αρχείο τους.

τα χαρτιά αυτά είναι ιδιαζόντως πολύτιμα για το σεραφείμ, και μου είχαν κοστίσει πολύ χρόνο μέχρι να τα πάρω. μπορώ να σας πω διαδικασία ετών, να γνωρίσουν το σεραφείμ, να εξετάσουν, να δουν, να προτείνουν. ήταν μια απελευθέρωση.

για να τελειώσει η διαδικασία ήμουν εχτές στο κεδδυ από το πρωί, πρώτη μου δουλειά, μέχρι τις 2 και κάτι το μεσημέρι. δόξα τω θεώ, ετοίμασαν το χαρτί, βασικό για μένα και κυρίως το παιδί, και φυσικά εγώ δεν πρόλαβα να πάω στο ταχυδρομείο, ούτε στο γραφείο μου. τρεις η ώρα έπρεπε να είμαι ξανά σπίτι.

βγήκα από το κεδδύ στη λεωφόρο ηρακλείου και βρήκα ένα ταξί. ήταν 2 και 10 το μεσημέρι. προορισμος πολύδροσο, μήπως μπορούμε να κάνουμε μια στάση φιλύρων 2 νέο ηράκλιειο να αφήσω ένα γράμμα, δε χρειάζεται καν να παρκάρετε, δε θα χτυπήσω κουδούνι, απλώς το αφήνω στην πόρτα. το ταξί δεν είχε γράψει ούτε 2 ευρώ όταν φτάσαμε φιλύρων 2.

μα πρέπει να παρκάρω.

δε χρειάζεται καν, δε θα χτυπήσω κανένα κουδούνι

δε γίνεται, θα κάνω το γύρο και θα γυρίσω να σας πάρω αμέσως.

είναι η τσάντα μου μέσα.

εδώ να με περιμένετε κάνω το γύρο.

περίμενα πάνω από μισή ώρα. σταματούσα όλα τα ταξί. τίποτα.

μέσα στην τσάντα μου όλα: κλειδιά, κινητό, έγγραφα της δουλειάς μου, τα πολύτιμα έγγραφα για το σεραφείμ, τα δωράκια της άννας... τα γυαλιά μου... και τόσα άλλα....

να μιλήσω για στεναχώρια; για ουσιαστική απώλεια μνήμης όλων των τηλεφώνων που ήταν στο κινητο, για χίλια δυο

ήμουν και καλύτερα, που λέει ο σεραφείμ τώρα.

να σκεφτώ ότι ο ταξιτζής, απλώς, με έκλεψε; ότι ήμουν αφελής; ότι κάτι του έτυχε και δεν μπόρεσε να ξανάρθει; ότι ήταν τρελός; ότι έχασε το δρόμο; ότι τον έπιασε η αστυνομία για παρανομία σε κάτι; ότι ήρθε και δε με βρήκε;

ναι. παίζουν όλα, από το πιο ηλίθιο ως το πιο πονηρό, από το πιο απλό ως το πιο απίστευτο.

να προσέχω περσότερο. να είμαι πιο καχύποπτη. να γίνω πιο έξυπνη. να μην εμπιστεύομαι τους άλλους.

όχι λοιπόν. γέρασα. θέλω να χάνω. μ' αρέσει.

είναι μια μορφή μαζοχισμού, όχι ο ίδιος ο μαζοχισμός. κρίμα για ότι έγινε. το ιδανικό μου θα ήταν να συνεχίσω να μην παίρνω μαθήματα από τις δυστυχίες.

το ιδανικό θα ήταν να μην είχε συμβεί αυτό.

συμφωνείτε;

υπογραφή: και οι δέκα μικροί μήτσοι μαζί.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

αφιερωμένο σ' ένα γιατρό (ακόμη)

Εξημερώνομαι στον άγριο τόπο

Δώσε, δέσε, πονάω.

Μα τη σιωπή φοβάμαι περισσότερο, αυτήν ενδιάμεσα, που δεν ξέρεις,

Μέχρι πού, μέχρι πώς,

Μπορεί να φωλιάσει και να τελειώσει.

Ένα σώμα που σφαδάζει στην άσφαλτο

Μια γυναίκα γελάει χωρίς γέλιο

Ένας άντρας παλεύει να ζει.

Το ρούχο του έχει λιώσει

Το αίμα του βάφει το δέρμα κόκκινο από την αρχή

Πονάω παντού φωνάζει ακούγεται παντού

Όλα σταματημένα γύρω

Κι ευτυχώς

Το ρολόι γυρίζει.

Παλεύεις

Μιλάς μαζί του

Προσπαθείς να μιλήσεις να ντύσεις όση σιωπή με τόση επαφή, μη χαθείς παλικάρι

Να βάλω κάτι στις πληγές σου

Έστω το αντιληιακό στρώμα του αυτοκινήτου μου

Δε με νοιάζει

Να ένα παντελόνι που δε θα ξαναφορεθεί

Ένα αυτοκίνητο σχεδόν στη μέση του δρόμου, κανείς αφηρημένος να μη πλησιάσει πάνω σου

Κι εγώ τι εγώ μ’ ελπίδα ζω

Είμαι κοντά σου.

Προσέχω μην ξεπεράσεις το φράγμα της επιβίωσης από την κραυγή στην άφεση.

Προσέχω, είμαι κοντά.

Είμαι ο καλός σαμαρείτης ακούω γκόσπελ, προχωρώ με τα χέρια στις τσέπες, γαϊδούρια και φυστίκια, μια έκφραση για όλα, είμαι ροκ. Έχει γράψει και για μένα το ευαγγέλιο.

Ανήκω στην ελπίδα, το είδες.

ελένη κονδύλη 2010-09-15

--------------------------------------------------------------------------------

δεν είναι η πρώτη φορά που αφιερώνω ένα κείμενο σ' ένα γιατρό.

το πρώτο γράφτηκε όταν ξύπνησα μετά την εντατική, και γνώρισα κάποιον που τον άκουγα να με καλεί με το όνομά μου και να μου δίνει θάρρος. το 'χω δημοσιέψει κι εδώ, σ' αυτό ή στο προηγούμενο μπλογκ.

γυρνώντας από νάπολη, είδα ένα τρομερό ατύχημα: ένας μοτοσυκλετιστής που έτρεχε 'είχε άγιο' όπως είπε ο γιατρός: αλλού η μηχανή, αλλού αυτός, αλλού το δαντελένιο -έτσι είχε γίνει- αυτοκίνητο.

ένας οδηγός σταμάτησε. γιατρός. είναι φίλος μου. δεν πτοήθηκε από τις σαχλαμάρες 'μη, θα βρεις το μπελά σου' κλπ, ποιος τόλμαγε να του μιλήσει.

δε σας λέω πώς ήταν το παλλικάρι. σταμάτησε ένα ασθενοφόρο με άλλο ασθενή, κι ο γιατρός ζήτησε υλικά για τις πρώτες βοήθειες. μη έχοντας φορίο, βρήκε στο αυτοκίνητό του ένα αντηλιακό στρώμα, και κατάφερε να βάλει επάνω το σώμα, τα ρούχα του είχαν λιώσει, όλος ήταν μια πληγή. αφού ο γιατρός έμεινε κοντά του και του έδωσε κυριολεκτικά τις πρώτες βοήθειες, με ενδοφλέβια που ζήτησε από το πρώτο νοσοκομειακό και συμβουλές στους νοσηλευτές, έφυγε πρώτα το παλλικάρι, ο γιατρός έδωσε τα στοιχεία του στην αστυνομία και μετά φύγαμε κι εμείς.

είμουνα συγκλονισμένη. τι είμαι γω, μπροστά σε τέτοιους ανθρώπους. θυμήθηκα μια άλλη φορά, βράδυ στη κηφισίας, μια μιρκή μοτό με μια κοπέλα με σπασμένο πόδι ή κάτι τέτοιο. ο γιατρός αυτός έφυγε χωρίς σακάκι. το άφησε εκεί, γιατί η κοπελίτσα έτρεμε. και τότε μου είχε κάνει εντύπωση. και τώρα όμως. ας είναι ευλογημένοι οι άνθρωποι που είναι άνθρωποι. κι όλοι οι γύρω τους.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

το δέκα το καλό, αγραμπελάκι μου!

το δέκα το καλό...
ρωτάω ένα φίλο, του λέω, πές μου 10 πράματα που αγαπάς. λέει:

  1. ΘΆΛΑΣΣΑ
  2. ΓΥΝΑΙΚΕΊΑ ΜΟΡΦΗ
  3. ΦΕΓΓΑΡΙ
  4. ΜΙΑ ΚΡΥΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
  5. ΓΚΡΙ ΜΠΛΕ ΚΟΚΚΙΝΟ
  6. Η ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ
  7. ΈΝΑ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΚΕΛΑΙΔΕΙ
  8. ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΒΡΥΚΟΛΑΚΑ
  9. ΟΙ ΣΤΙΓΜΈΣ ΜΟΥ
  10. Η ΓΕΝΝΗΣΗ
---------------
ΚΑΙ μετά βέβαια μπλόκαρα εγώ.
παίρνω λοιπόν το αβυσσαλέο εγώ μου από την αρχή:
1. η ευτυχία της γέννας, μια και είδα να γράφει από πάνω 'γέννηση'.
νομίζω όμως ότι η γυναίκα υπερέχει του ανδρός μόνο και μόνο γιατί έχει νιώσει 'να πετάει' από μέσα της ένα παιδί.
τέτοιο συναίσθημα δεν μπορώ να συγκρίνω με τίποτε άλλο
2. ναι, ένα κομπλιμέντο, σκάστε μη γελάτε, μ' αρέσει. ένα κομπλιμέντο τέτοιο, έξυπνο, στιλάτο, αληθινό δλδ παρηγορητικό, είναι για μένα σπουδαίο, και να το παίρνεις και να το δίνεις
3. να ξυπνάς και να είσαι ήσυχος. χωρίς πολλά φορτώματα, χωρίς πολλές αγωνίες. έχω τώρα μπόλικες βλέπετε
4. η μυρουδιά του νυχτολούλουδου και του ευκάλυπτου. τέλειο πράμα.
5. η περίοδος όταν είσαι στα τελειώματα ενός μεγάλου κειμένου, πχ ενός βιβλίου. τότε που έχεις τη χαρά ότι 'τελειώνεις' μα γίνεσαι λαγωνικό για να βρεις πώς θα τελειώσεις και ψάχνεις στα πιο απίθανα μέρη για να βρεις τροφή για σκέψη, για ένα μπάμ!!! είναι μαγεία που μοιάζει λίγο με το 1!
6. όταν καμιά φορά διδάσκεις και βλέπεις κάποια μάτια που ποτέ δε θα ξεχάσεις...
7. η φιλία και το συναίσθημα ότι μπορείς να κόβεις το χρόνο λωρίδες, να ξεχνάς το φίλο, να τον αφήνεις, να σε αναζητά και σύ να είσαι αλλού, κι όμως, να μένει η φιλία ανέπαφη και άχραντη, όποιος κι αν είσαι εσύ!
8. να βλέπεις ένα ευτυχισμένο παιδί
9. να κάνεις κάτι που να φαίνεται 'καθαρό' εσωτερικά και να σε γεμίζει χαρά
10. να ξεπερνάς τον εαυτό σου. ταπεινά, αθόρυβα, ήσυχα, όσες στιγμές περισσότερες μπορείς. είναι ευτυχία.

πάρτε το κι άλλοι, κάντε παιχνίδι!
θα ήθελα το θεουλίνι το αγαπημένο μου, τη ρίτσα τη μασούρα, την κοκό, τον ένα εκ των δύο, το λυκάκι, την κοπτοραπτού, το γιατρό με τις επιλογές του...

καλό βράδυ, πάω να διορθώσω!

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

858

Προσωποπαγής και χειροναξία
Παροναξία, παρανυχίδα, παρά τρίχα, κίνδυνος κρίση
Παροξυσμός
Λέξεις-πρόσωπα, λέπια ψαριού με την κοιλιά στον ήλιο.

Ανακύκλωση. Σκόλωψ στις σάρκες μου, στα αισθήματα, σκόλωψ στα ενθύμια, ακόμη και στο αλφάβητο, γυρνά η κοιλιά στον ήλιο,
σκοτεινιάζει το μυαλό, σκοτίζεται, κάτι λειτουργεί λάθος.
Ρακέντυτος η φύση, η φύση μας.

Νυστάζω
ύψιλον και χαμηλοί τόνοι, όλα, σαρωμένα στο πραγματικό, το ανεξέλεγκτο, το αήττητο, το ακάθεκτο πραγματικό,
όμοιο πυρακτωμένο σίδερο από λόγια καθ’εκάστης, καθ’έξιν, κατάληξη;
Πάντα η ίδια: θάνατος. Καθ’ έξιν.
Η ημέρα του σαββάτου.

Επτά τραγούδια θα σου πω… για να διαλέξεις το σκοπό…
Ένας δικαστής
Πάντα γελαστός, σαν επιτήδειος κλέφτης αποφάσεων,
Ένας δικαστής πάντα δυνατός, κουβαλάει χρόνια γενεθλίων σε μια χαρτοσακούλα,
σιδερώνει μ’ αυτήν τις σχέσεις του με τα παιδιά
Ένας δυνάστης άπειρος, αναποφάσιστος, ελισσόμενος.
Ο πιο τραχύς εαυτός είναι κι ο πιο πληγωμένος.
Η φύση ευαίσθητη, σχεδόν αόρατη, φυσάει αυτή τη στιγμή, λέει:
καθήστε, θα πετάξω εγώ το πεπρωμένο από το ματάκι σας.
Δακρύζει λίγο, μετά φεύγει όπως ήρθε.

ελένη κονδύλη.2010-08-22