γενέθλια.
να θυμηθώ μια ιστορία δική μου, πολύ δική μου.
την α' δημοτικού την έκανα στο 'εκπαιδευτήρια νοητάκη'. είμασταν δυο τάξεις μαζί, η πρώτη και η δευτέρα.
μια μέρα η κυρία έλειπε. μπήκε στην τάξη ένας κύριος. για το πρωτάκι που ήμουνα ένας 'κύριος' ήταν ένα πολύ περίεργο και σεβαστικό πράμα που δίδασκε στην 6η. κι ήρθε με τα δικά του παιδιά στην τάξη. για μας τα μικρά έκανε κάτι απίστευτο, που με προβλημάτισε πολύ, μα πάρα πολύ:
κρέμασε πάνω από τον πίνακα ένα σχήματος Α3 χαρτόνι, με έναν κόκκορα, ναι, κόκκορα! απ' αυτούς με τα πολλά χρώματα μεταξύ χρυσού και καφέ στην ουρά.
και είπε σ' εμάς τα μικρά να ζωγραφίσουμε τον κόκκορα ενώ αυτός έκανε μάθημα στους μεγάλους.
ήταν μια στιγμή μεγάλου άγχους για μένα: πώς να κάνω με το μολυβάκι μου αυτά τα χρώματα; πώς άλλαζαν τα πούπουλα, οι φτερούγες, το λιρί, το χρώμα του ράμφους, κλπ κλπ...
αδιέξοδο.
το έκανα έτσι, αλλιώς, τρωγόμουνα, αγωνιούσα, προσπαθούσα απεγνωσμένα. μου άρεσε πάντα από τότε που ήξερα τον εαυτό μου να ζωγραφίζω, ή να νομίζω πως ζωγραφίζω. μα αυτό, τώρα, πώς, μα πώς!!! να το καταφέρω! και πάλευα...
σε κάποια στιγμή ο δάσκαλος άρχισε να περνά από τα θρανία να βλέπει τις ζωγραφιές των μικρών.
εγώ, έντρομη, πήρα το μπλοκ μου και το έκρυψα.
εσύ; δε ζωγράφισες; μου είπε.
τον κοίταξα έντρομη. δε μιλούσα.
δε ζωγράφισες εσύ λοιπόν! γιατί;
μιλιά εγώ.
η διπλανή μου, μαρτυριάρα, λέει:
ζωγράφιζε.
πού είναι το μπλοκ σου; λέει ο δάσκαλος.
μιλιά εγώ.
τότε αρχίζει το ψάξιμο κάτω από το θρανίο, σ'εκείνη τη θήκη. έψαχνε η διπλανή μου.
σε κάποια στιγμή, ανάμεσα σε μυξομάντηλα και τετράδια, βρέθηκε το μπλοκ.
ετοιμαζόμουν να βάλω τα κλάματα γιατί περίμενα ότι ο δάσκαλος θα με έστελνε στο πυρ το εξώτερον.
και τότε αυτός, (ε, πού είσαι κύριος; στη γη ή στον παράδεισο; μ' ακούς; καλή σου ώρα!), πήρε το μπλοκ, φώναξε όλα τα παιδιά να κοιτάνε και είπε:
αυτός είναι ο πιο ωραίος κόκκορας που έχω δει ποτέ! δέκα με τόνο! κι έβαλε ένα 10άρι σαν το κεφάλι μου, και το μπλοκ μου πήγε πάνω από τον πίνακα....
δε θυμάμαι συναισθήματα.
θυμάμαι σα σφραγίδα ζέστης μέσα μου, όλο αυτό το γεγονός.
ίσως
αυτός
εκεί
ο δάσκαλος
να μην ήταν άνθρωπος, αλλά μια μικρή πόρτα στον παράδεισο.
να είναι καλά όπου κι αν είναι...:)
να θυμηθώ μια ιστορία δική μου, πολύ δική μου.
την α' δημοτικού την έκανα στο 'εκπαιδευτήρια νοητάκη'. είμασταν δυο τάξεις μαζί, η πρώτη και η δευτέρα.
μια μέρα η κυρία έλειπε. μπήκε στην τάξη ένας κύριος. για το πρωτάκι που ήμουνα ένας 'κύριος' ήταν ένα πολύ περίεργο και σεβαστικό πράμα που δίδασκε στην 6η. κι ήρθε με τα δικά του παιδιά στην τάξη. για μας τα μικρά έκανε κάτι απίστευτο, που με προβλημάτισε πολύ, μα πάρα πολύ:
κρέμασε πάνω από τον πίνακα ένα σχήματος Α3 χαρτόνι, με έναν κόκκορα, ναι, κόκκορα! απ' αυτούς με τα πολλά χρώματα μεταξύ χρυσού και καφέ στην ουρά.
και είπε σ' εμάς τα μικρά να ζωγραφίσουμε τον κόκκορα ενώ αυτός έκανε μάθημα στους μεγάλους.
ήταν μια στιγμή μεγάλου άγχους για μένα: πώς να κάνω με το μολυβάκι μου αυτά τα χρώματα; πώς άλλαζαν τα πούπουλα, οι φτερούγες, το λιρί, το χρώμα του ράμφους, κλπ κλπ...
αδιέξοδο.
το έκανα έτσι, αλλιώς, τρωγόμουνα, αγωνιούσα, προσπαθούσα απεγνωσμένα. μου άρεσε πάντα από τότε που ήξερα τον εαυτό μου να ζωγραφίζω, ή να νομίζω πως ζωγραφίζω. μα αυτό, τώρα, πώς, μα πώς!!! να το καταφέρω! και πάλευα...
σε κάποια στιγμή ο δάσκαλος άρχισε να περνά από τα θρανία να βλέπει τις ζωγραφιές των μικρών.
εγώ, έντρομη, πήρα το μπλοκ μου και το έκρυψα.
εσύ; δε ζωγράφισες; μου είπε.
τον κοίταξα έντρομη. δε μιλούσα.
δε ζωγράφισες εσύ λοιπόν! γιατί;
μιλιά εγώ.
η διπλανή μου, μαρτυριάρα, λέει:
ζωγράφιζε.
πού είναι το μπλοκ σου; λέει ο δάσκαλος.
μιλιά εγώ.
τότε αρχίζει το ψάξιμο κάτω από το θρανίο, σ'εκείνη τη θήκη. έψαχνε η διπλανή μου.
σε κάποια στιγμή, ανάμεσα σε μυξομάντηλα και τετράδια, βρέθηκε το μπλοκ.
ετοιμαζόμουν να βάλω τα κλάματα γιατί περίμενα ότι ο δάσκαλος θα με έστελνε στο πυρ το εξώτερον.
και τότε αυτός, (ε, πού είσαι κύριος; στη γη ή στον παράδεισο; μ' ακούς; καλή σου ώρα!), πήρε το μπλοκ, φώναξε όλα τα παιδιά να κοιτάνε και είπε:
αυτός είναι ο πιο ωραίος κόκκορας που έχω δει ποτέ! δέκα με τόνο! κι έβαλε ένα 10άρι σαν το κεφάλι μου, και το μπλοκ μου πήγε πάνω από τον πίνακα....
δε θυμάμαι συναισθήματα.
θυμάμαι σα σφραγίδα ζέστης μέσα μου, όλο αυτό το γεγονός.
ίσως
αυτός
εκεί
ο δάσκαλος
να μην ήταν άνθρωπος, αλλά μια μικρή πόρτα στον παράδεισο.
να είναι καλά όπου κι αν είναι...:)