λοιπόν, το 1978 ήμουνα ετών καμπόσων!
σχετικά ολίγων, άστε, μια κυρία δε λέει τα χρόνια της συνεχώς, σκάσε ελένη.
τυχαία έπεσα στο παρακάτω ποίημα, αν είναι, κι αν δεν είναι, ο θεός να το κάνει! μου άρεσε. το πολύ εντυπωσιακό είναι πως ένα τέτοιο ποίημα, που βασίζεται ουσιαστικά στον ήχο που γεννάει νοήματα αυτός, μεταφράστηκε από μένα τότε, και είναι μια από τις μοναδικές φορές που νιώθω ότι μια μετάφραση είναι η ίδια δημιουργία. παραθέττω και τη μετάφραση.
------------
στιχάκια όμοια θάλασσες φυλακισμένες
σε χαρτιά ρίξες καφέδες τύχες
στιχάκια θάλασσες
ψεύτικες
Ποίματα ποτήρια δίψες έννοιες στραβές
κοπέλες στραβές κοινωνίες ψεύτικες
ψέματα γλώσσες γλώσσες μοναξιές
ρίμες ρημάδια
ομοιοκαταληξίες νεκροταφεία
άδειοι τόποι και δρόμοι
άδειες καρδιές
ποίματα μουσικές φωνές αρμονίες αγριεμένες ακατάπαυστες σκληρές όλο επανάσταση
αρμονίες που ξέφυγαν πήραν το δρόμο μόνες τους
τσαλαπάτησαν ποίματα καρδιές αγωνίες
αρμονίες παρωδίες βρώμικοι δρόμοι
κύματα φωνές φρίκες
Μια θάλασσα τρέχει φωνάζει χάνεται τσαλαβουτάει μέσα σε βάλτους στην καρδιά μου τα βλέμματά σου
Μια θάλασσα πεθαίνει μέσα μου
Γίνεται χαρτί παλιόχαρτο η άλλη λέξη είναι δική σου
ελένη κονδύλη
μετάφραση στα γαλλικά από την ίδια, εκείνο τον καιρό
(τον παλιό εκείνον τον καιρό - δε θυμάμαι τη συνέχεια, δε μπορώ, νταραμπαμπάμ)
Des vers
Comme des mers emprisonnées
Dans des papiers, des chutes, des marcs de café, du hasard
Des vers mers
Fausses
Vers verres soifs
Sens travestis
Filles travesties sociétés fausses
Fautes langues langages Rimes ravages
séries de mots, séries de morts, cimetières
Chemins et lieux vides
Cœurs vides
Poèmes musiques –voix! - harmonies déchaînées, interminables, dures, pleines de révolte
Harmonies qui nous ont échappé
Empiétant sur nos poèmes, nos angoisses
Parodies itinéraires sales
Des flots des voix des frissons
Une mer s’enroule, crie se perd s’enfonce dans des marres, dans mon cœur tes regards
Mer meurt en moi
Devient du papier, paperasse, l’autre mot t’appartient
(278, 1978)ελένη κονδύλη
Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009
στην ερημιά του λόγου, ΙΙ
σκέφτηκα πάλι τα λόγια
τα μεγάλα...
όχι, τραγούδι πάλι είναι αυτό
το θυμάμαι καλύτερα τώρα 'τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα', και η μουσική χάθηκε.
έμεινα τα ψεύτικα, σβήσαν οι τόνοι, μείναν νεκρές οι λέξεις.
όχι, πέρα από τη συνηθισμένη κατάθλιψη δεν υπάρχει και κάτι άλλο, πιο βαρύ ή πιο μεγάλο.
να γυρίσω στους ήχους
το λάμδα και το ρω στο κεφάλι μου μέσα σαν νυχτερίδες, σπάνε το καύκαλο για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο έξω
να γράφεις είναι να μεταμορφώνεσαι σε κάτι που θέλεις ή που δε θέλεις.
να ξαναρχίσω για να πάω μετά εκεί στο πρόσωπο που θέλω να πάω εξομολογητικά σήμερα, σαν να χρωστάω
λάμδα και ρω, λόγος και ρήμα.
θα σκάψω πολύ βαθιά, στη δικιά μου την άμμο για να ρωτήσω τη διαφορά
και την ερωτική ομοιότητα μέσα στη διαφορά, πώς
τα δυο τα υγρά
είναι μαζί στη στοματική κοιλότητα
που σαι ρε λακάν
είναι οι δυο ληστές εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, με κέντρο ένα σταυρωμένο εγώ που στάζει όχι γή και ύδωρ, γιατί δεν προδίδει ποτέ η γραφή, το γράψιμο, το 'γράφω' το 'μ'έχεις γραμμένο', το γραφτό, η γραπτή μαρτυρία, το επεξηγηματικό γαρ που αιτιολογείται από λόγια κι όχι από πράξεις τελικα...
λάθος τελικά. ΤΕΛικά λάθος, γιατί τα λόγια είναι η ύψιστη πράξη του ανθρώπου, κι ο θεός για να τον κατοικήσει τον άνθρωπο, έγινε έτσι ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημιν
του είχε χαριστεί ο λόγος για να δημιουργεί και να ποιεί και να 'ναι ποιητής σ΄ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων
μα
αγάπη αν δεν έχει έγινε 'τ' αδειανό τ' αγγειό που σκούζει', σαν κι εμένα
(παύλα εγώ, παύλος αυτός, έχει διαφορά)
ο λόγος και το ρήμα
'γεννηθήτω κατά το ρήμα σου'
ελθέ και σκήνωσον
ναι, ναι, ελθέ έστω κι αν εγώ ποτέ δε θα είμαι έτοιμη μα πάντα θα μου λείπεις και το ξέρω
και τ' όνομά σου θα είναι πάντα άγιο, μεγάλο, άγριο, σιωπηλό,
κι αν σ' αγαπώ δε σ΄ ορίζω
δάκρυα ποτίζω τον ουρανό
κι αν δεν είναι ποιητής ο χατζηδάκης, μένα να μη με λέν ελένη
τον άλλο τον κηπουρό τον γκάτσο, άστονα.
αυτός τώρα ποτίζει λουλούδια εκεί πάνω.
λοιπόν, το ρω και το λάμδα
το ρήμα και ο λόγος
ρω-λόι
που ΛΕει την Ω-ΡΑ.
χαΛαΡά που λένε κι οι ρούλες και κοροϊδεύουμε εμείς οι χαμιτζήδες...
χα χα χα
χα. σκάσε ελένη, μήπως κάτι θες να πεις; σιγά και μην έχεις να πεις.
και γιατί 'γράφεις'; που ουσιαστικά, δε γράφεις, άλλο κάνεις εδώ μέσα, στο μπερντέ του διαδικτύου:
ξερνάς την απόρριψη ενός τετραδίου, αυτού, που το σφράγιζες με μια τρύπα σαν τη δικιά σου, περιμένοντας να σε απορρίψει η μανούλα σου, και η μανούλια σου, για την παιδική και μορφωτικά κοριτσίστικη ερημιά σου:
αφού θα σου φώναζε χωρίς φωνές, θα ήταν με τα γυαλιά της πάνω από τον ώμο σου όρθια για να σου λέει 'τι γράμματα είναι αυτά, κλπ κλπ', ε, εσύ τα έσβηνες, και μετά μ' ένα χαιρέκακο κόλπο έσβηνες από πριν,
έγραφες πράγματι ένα λάθος τόσο μεγάλο 'όσο και το κεφάλι σου', όπως έλεγε, πράγμα που δικιολογούσε πρωτίστως εκείνη, -ναι μαμά, έχεις δίκιο, άσε με ήσυχη τώρα, μη μου το ξαναπείς ότι 'δεν είναι γράμματα αυτά', όπως αργότερα το ήξερα, κάθε φορά που φρόντιζα να κάνω κάτι λάθος 'δεν είναι πράγματα αυτά'
κι έσβηνα με τη γόμα των ενοχών κάθε ευχαρίστηση,
καλά τελικά πολλές αηδίες ακούω, πολλές
(εδώ το ρήμα δεν είναι ακόμη ψυχιατρικό, δεν ακούω φωνές, προς το παρόν την έχουμε γλυτώσει την παράκρουση, στην εξομολόγηση είμαστε, αλλά όχι στην εξομάλυσνη, καιδυστυχώς ούτε ακόμη στην ξαμόλυση...
γιατί ξαμολάω
και βρίσκω λύση
λυσάω μήπως; ίσως πάνε μαζί
ναι είμαι πεπεισμένη πως πάνε μαζί, σας το λέω διότι ακριβώς είμαι σε ηλικία που μπορώ να το πω: ετών πενηντατεσσάρων με σαρκίο τόσο εύθραυστο όσο ακριβώς αεικίνητο, δλδ καλά κάνω και προετοιμάζομαι σωστά, θα πεθάνω πολύ νέα διότι μηδένισα το κοντέρ, τώρα είμαι τεσσάρων.
έκανα λοιπόν μια τρύπα στο τετράδιο με γόμα, σάλιο, και βρώμικα μολύβια
έσκιζα δλδ τις πυτζάμες της φυλακής
σε ριγωτό τετράδιο δε θυμάμαι ποτέ να ζωγράφισα...
κι όταν με μάθαιναν γεωμετρία, που 'λεγαν 'καλά, γιατί διαλέγεις τον πιο μακρινό δρόμο για να βρεις την απόδειξη', ε, έλα μου ντε, να αποδείξω, τι;
τι;
δεν ήθελα να αποδείξω τίποτα, να υπάρχω ήθελα
μόνη μου, αφού ένιωθα τόσο διαφορετική και ένοχη
αλήθεια, να μετρήσω ποτέ,
πότε και πού και ποιοι μου είχαν πει
και πόσες φορές
-αυτό είναι το πιο δύσκολο, γιατί πολλές φορές το είχα ακούσει -στο μπακάλη, στο μοναστήρι, στο δρόμο, στο σχολείο, αλλά το πόσες φορές δεν έχει νόημα μπροστά στο 'ποιος', και πόσων χρόνων είσουνα για να μην τολμάς να επαναστατήσεις
(- έλα δω, τι είναι αυτό το σημάδι; ξέρεις τι είναι; είναι ότι σε συνέλαβαν οι γονείς σου του αγίου συμεών, κι αμαρτήσανε και πέρναγες εσύ εκεί στο διάστημα κι αποτυπώθηκε η 'αμαρτία του' στη μουτσούνα σου, αυτοί φταίνε-) (τα λόγια είναι δικά μου όπως καταλαβαίνετε, αν άφηνα μόνο τα δικά τους λόγια, να ξανά η πρόταση με όσα θυμάμαι, τα άλλα δεν τα θυμάμαι: 'έλα δω, τι είναι αυτό το σημάδι; ξέρεις τι είναι; ... ότι... του αγίου συμεών... και ... νύχτα... αμαρτία... εσύ)
...
τι πουτάνες μάγισσες ανικανοποίητες πρέπει να ήταν αυτές που μιλούσαν έτσι σ' ένα παιδάκι, αλήθεια...
τέλος πάντων, έτσι για να ξέρετε πού τραγουδάει η μοναξιά του 'αφήστε με ήσυχο' και 'χαρτί με ρίγες ίσον φυλακή, εγώ να διαβάζω θέλω, όχι να γράφω,
- τώρα γράφω χωρίς να διαβάζω, το δεύτερο είναι πιο δύσκολο τώρα από το πρώτο, έστω κι αν το πρώτο πρέπει να το ελέγχω για να μην το τρώω σε συλλαβές κι αναποδιές, μαθαίνει κανείς να παριστάνει και το δυσλεκτικό προκειμένου να γίνει της μόδας... χε χε χε -προσπαθώ να σας επιβληθώ τώρα, αν και
όταν γράφεις στο διαδίκτυο και ξέρεις ότι γράφεις για κάποιους που έχουν γίνει θύματά σου, τι κάνεις ρουλιώ, έφτασες; ανησυχώ για σένα, να το ξέρς μωρή-
αν και, συγγνώμη που με διαβάζετε μερικοί, το συνδυασμό τον πετυχαίνουμε μαζί, να γράφουμε και να διαβάζουμε χωρίς ενοχές και κριτικές από καθέδρας κι από μαμάς, και μπαμπάς και πατερναλιστικές διαθέσεις όπου κάποιος γράφει και κρίνεται, μπούρδεες, κάποιος γράφει γιατί γράφει, και κάποιος τυχόν διαβάζει γιατί έτσι, είτε θέλει να κοροδέψει, είτε του αρέσει, είτε θέλει να κρίνει, μα είναι δικό του το ντέρτι, μένα μου φτάνει που γράφω και κανένας δε μου λέει τίποτα, ακόμη και το γεγονός ότι πάντα κάποιος μπαίνει και χαρακτηρίζει αστείες συστηματικά τις μπούρδες που γράφω, μ' αρέσει, τον ευγνωμονώ, γιατί νιώθω ότι επιτελείται κι αυτό, η σφραγίδα με τη βούλα δλδ ότι γράφω αστειότητες, χωρίς να γνωρίζω ποιος και γιατί, απλώς επαληθεύομαι έτσι όπως έχω μάθει να επαληθεύομαι: τρώω δλδ την απόρριψη τύπου 'έλα, παλι μαλακίες έγραψες', κι εκδικούμαι με την προσωπική μου εκδίκηση τύπου 'και τι πειράζει; στον μπερντέ του διαδικτύου ακι στο σκοτάδι του όλα επιτρέπεονται, ακόμη και να υπάρχω εγώ έτσι χύμα κι έτσι χώ μα και απραστείστε μα ήσυχή (το είδα αυτό το 'παρατείστε με ήσυχη πώς λάθος είναι γραμμένο, μα το αφήνω για να καταλάβετε, όποιος διαβάσει δλδ μέχρις εδώ αυτό τον οχετό ρημάτων που δεν καταλήγει πουθενά, ότι η κριτική που ασκώ στη γραφή μου είναι η κριτική της στιγμής και η διόρθωση του κέρσορα στη σωστή θέση, αλλά μετά τίποτα, μόλις φτάνω στην άκρη του κειμένου, παριστάνω το κοριτσάκι στο ζάλογγο, που πατάει το έντερ για να φύγει το ρημαδοκείμενο και να πέσει στα νύχια της νύχτας... να κοιμηθεία στο διαδίκτυο...
τι μπούρδες θέ μου, κι όμως σήμερα έχω ξανα τον τιτο πατρίκιο στο μυαλό μου, στο λαιμό μου, μα και πάλι δε μίλησα γι'αυτόν.
ίσως άλλη φορά. εν τη ρήμη του λόγου που λέγαμε,
λι-γό-(με όμικρον)-θηκα.
τα μεγάλα...
όχι, τραγούδι πάλι είναι αυτό
το θυμάμαι καλύτερα τώρα 'τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα', και η μουσική χάθηκε.
έμεινα τα ψεύτικα, σβήσαν οι τόνοι, μείναν νεκρές οι λέξεις.
όχι, πέρα από τη συνηθισμένη κατάθλιψη δεν υπάρχει και κάτι άλλο, πιο βαρύ ή πιο μεγάλο.
να γυρίσω στους ήχους
το λάμδα και το ρω στο κεφάλι μου μέσα σαν νυχτερίδες, σπάνε το καύκαλο για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο έξω
να γράφεις είναι να μεταμορφώνεσαι σε κάτι που θέλεις ή που δε θέλεις.
να ξαναρχίσω για να πάω μετά εκεί στο πρόσωπο που θέλω να πάω εξομολογητικά σήμερα, σαν να χρωστάω
λάμδα και ρω, λόγος και ρήμα.
θα σκάψω πολύ βαθιά, στη δικιά μου την άμμο για να ρωτήσω τη διαφορά
και την ερωτική ομοιότητα μέσα στη διαφορά, πώς
τα δυο τα υγρά
είναι μαζί στη στοματική κοιλότητα
που σαι ρε λακάν
είναι οι δυο ληστές εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, με κέντρο ένα σταυρωμένο εγώ που στάζει όχι γή και ύδωρ, γιατί δεν προδίδει ποτέ η γραφή, το γράψιμο, το 'γράφω' το 'μ'έχεις γραμμένο', το γραφτό, η γραπτή μαρτυρία, το επεξηγηματικό γαρ που αιτιολογείται από λόγια κι όχι από πράξεις τελικα...
λάθος τελικά. ΤΕΛικά λάθος, γιατί τα λόγια είναι η ύψιστη πράξη του ανθρώπου, κι ο θεός για να τον κατοικήσει τον άνθρωπο, έγινε έτσι ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημιν
του είχε χαριστεί ο λόγος για να δημιουργεί και να ποιεί και να 'ναι ποιητής σ΄ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων
μα
αγάπη αν δεν έχει έγινε 'τ' αδειανό τ' αγγειό που σκούζει', σαν κι εμένα
(παύλα εγώ, παύλος αυτός, έχει διαφορά)
ο λόγος και το ρήμα
'γεννηθήτω κατά το ρήμα σου'
ελθέ και σκήνωσον
ναι, ναι, ελθέ έστω κι αν εγώ ποτέ δε θα είμαι έτοιμη μα πάντα θα μου λείπεις και το ξέρω
και τ' όνομά σου θα είναι πάντα άγιο, μεγάλο, άγριο, σιωπηλό,
κι αν σ' αγαπώ δε σ΄ ορίζω
δάκρυα ποτίζω τον ουρανό
κι αν δεν είναι ποιητής ο χατζηδάκης, μένα να μη με λέν ελένη
τον άλλο τον κηπουρό τον γκάτσο, άστονα.
αυτός τώρα ποτίζει λουλούδια εκεί πάνω.
λοιπόν, το ρω και το λάμδα
το ρήμα και ο λόγος
ρω-λόι
που ΛΕει την Ω-ΡΑ.
χαΛαΡά που λένε κι οι ρούλες και κοροϊδεύουμε εμείς οι χαμιτζήδες...
χα χα χα
χα. σκάσε ελένη, μήπως κάτι θες να πεις; σιγά και μην έχεις να πεις.
και γιατί 'γράφεις'; που ουσιαστικά, δε γράφεις, άλλο κάνεις εδώ μέσα, στο μπερντέ του διαδικτύου:
ξερνάς την απόρριψη ενός τετραδίου, αυτού, που το σφράγιζες με μια τρύπα σαν τη δικιά σου, περιμένοντας να σε απορρίψει η μανούλα σου, και η μανούλια σου, για την παιδική και μορφωτικά κοριτσίστικη ερημιά σου:
αφού θα σου φώναζε χωρίς φωνές, θα ήταν με τα γυαλιά της πάνω από τον ώμο σου όρθια για να σου λέει 'τι γράμματα είναι αυτά, κλπ κλπ', ε, εσύ τα έσβηνες, και μετά μ' ένα χαιρέκακο κόλπο έσβηνες από πριν,
έγραφες πράγματι ένα λάθος τόσο μεγάλο 'όσο και το κεφάλι σου', όπως έλεγε, πράγμα που δικιολογούσε πρωτίστως εκείνη, -ναι μαμά, έχεις δίκιο, άσε με ήσυχη τώρα, μη μου το ξαναπείς ότι 'δεν είναι γράμματα αυτά', όπως αργότερα το ήξερα, κάθε φορά που φρόντιζα να κάνω κάτι λάθος 'δεν είναι πράγματα αυτά'
κι έσβηνα με τη γόμα των ενοχών κάθε ευχαρίστηση,
καλά τελικά πολλές αηδίες ακούω, πολλές
(εδώ το ρήμα δεν είναι ακόμη ψυχιατρικό, δεν ακούω φωνές, προς το παρόν την έχουμε γλυτώσει την παράκρουση, στην εξομολόγηση είμαστε, αλλά όχι στην εξομάλυσνη, καιδυστυχώς ούτε ακόμη στην ξαμόλυση...
γιατί ξαμολάω
και βρίσκω λύση
λυσάω μήπως; ίσως πάνε μαζί
ναι είμαι πεπεισμένη πως πάνε μαζί, σας το λέω διότι ακριβώς είμαι σε ηλικία που μπορώ να το πω: ετών πενηντατεσσάρων με σαρκίο τόσο εύθραυστο όσο ακριβώς αεικίνητο, δλδ καλά κάνω και προετοιμάζομαι σωστά, θα πεθάνω πολύ νέα διότι μηδένισα το κοντέρ, τώρα είμαι τεσσάρων.
έκανα λοιπόν μια τρύπα στο τετράδιο με γόμα, σάλιο, και βρώμικα μολύβια
έσκιζα δλδ τις πυτζάμες της φυλακής
σε ριγωτό τετράδιο δε θυμάμαι ποτέ να ζωγράφισα...
κι όταν με μάθαιναν γεωμετρία, που 'λεγαν 'καλά, γιατί διαλέγεις τον πιο μακρινό δρόμο για να βρεις την απόδειξη', ε, έλα μου ντε, να αποδείξω, τι;
τι;
δεν ήθελα να αποδείξω τίποτα, να υπάρχω ήθελα
μόνη μου, αφού ένιωθα τόσο διαφορετική και ένοχη
αλήθεια, να μετρήσω ποτέ,
πότε και πού και ποιοι μου είχαν πει
και πόσες φορές
-αυτό είναι το πιο δύσκολο, γιατί πολλές φορές το είχα ακούσει -στο μπακάλη, στο μοναστήρι, στο δρόμο, στο σχολείο, αλλά το πόσες φορές δεν έχει νόημα μπροστά στο 'ποιος', και πόσων χρόνων είσουνα για να μην τολμάς να επαναστατήσεις
(- έλα δω, τι είναι αυτό το σημάδι; ξέρεις τι είναι; είναι ότι σε συνέλαβαν οι γονείς σου του αγίου συμεών, κι αμαρτήσανε και πέρναγες εσύ εκεί στο διάστημα κι αποτυπώθηκε η 'αμαρτία του' στη μουτσούνα σου, αυτοί φταίνε-) (τα λόγια είναι δικά μου όπως καταλαβαίνετε, αν άφηνα μόνο τα δικά τους λόγια, να ξανά η πρόταση με όσα θυμάμαι, τα άλλα δεν τα θυμάμαι: 'έλα δω, τι είναι αυτό το σημάδι; ξέρεις τι είναι; ... ότι... του αγίου συμεών... και ... νύχτα... αμαρτία... εσύ)
...
τι πουτάνες μάγισσες ανικανοποίητες πρέπει να ήταν αυτές που μιλούσαν έτσι σ' ένα παιδάκι, αλήθεια...
τέλος πάντων, έτσι για να ξέρετε πού τραγουδάει η μοναξιά του 'αφήστε με ήσυχο' και 'χαρτί με ρίγες ίσον φυλακή, εγώ να διαβάζω θέλω, όχι να γράφω,
- τώρα γράφω χωρίς να διαβάζω, το δεύτερο είναι πιο δύσκολο τώρα από το πρώτο, έστω κι αν το πρώτο πρέπει να το ελέγχω για να μην το τρώω σε συλλαβές κι αναποδιές, μαθαίνει κανείς να παριστάνει και το δυσλεκτικό προκειμένου να γίνει της μόδας... χε χε χε -προσπαθώ να σας επιβληθώ τώρα, αν και
όταν γράφεις στο διαδίκτυο και ξέρεις ότι γράφεις για κάποιους που έχουν γίνει θύματά σου, τι κάνεις ρουλιώ, έφτασες; ανησυχώ για σένα, να το ξέρς μωρή-
αν και, συγγνώμη που με διαβάζετε μερικοί, το συνδυασμό τον πετυχαίνουμε μαζί, να γράφουμε και να διαβάζουμε χωρίς ενοχές και κριτικές από καθέδρας κι από μαμάς, και μπαμπάς και πατερναλιστικές διαθέσεις όπου κάποιος γράφει και κρίνεται, μπούρδεες, κάποιος γράφει γιατί γράφει, και κάποιος τυχόν διαβάζει γιατί έτσι, είτε θέλει να κοροδέψει, είτε του αρέσει, είτε θέλει να κρίνει, μα είναι δικό του το ντέρτι, μένα μου φτάνει που γράφω και κανένας δε μου λέει τίποτα, ακόμη και το γεγονός ότι πάντα κάποιος μπαίνει και χαρακτηρίζει αστείες συστηματικά τις μπούρδες που γράφω, μ' αρέσει, τον ευγνωμονώ, γιατί νιώθω ότι επιτελείται κι αυτό, η σφραγίδα με τη βούλα δλδ ότι γράφω αστειότητες, χωρίς να γνωρίζω ποιος και γιατί, απλώς επαληθεύομαι έτσι όπως έχω μάθει να επαληθεύομαι: τρώω δλδ την απόρριψη τύπου 'έλα, παλι μαλακίες έγραψες', κι εκδικούμαι με την προσωπική μου εκδίκηση τύπου 'και τι πειράζει; στον μπερντέ του διαδικτύου ακι στο σκοτάδι του όλα επιτρέπεονται, ακόμη και να υπάρχω εγώ έτσι χύμα κι έτσι χώ μα και απραστείστε μα ήσυχή (το είδα αυτό το 'παρατείστε με ήσυχη πώς λάθος είναι γραμμένο, μα το αφήνω για να καταλάβετε, όποιος διαβάσει δλδ μέχρις εδώ αυτό τον οχετό ρημάτων που δεν καταλήγει πουθενά, ότι η κριτική που ασκώ στη γραφή μου είναι η κριτική της στιγμής και η διόρθωση του κέρσορα στη σωστή θέση, αλλά μετά τίποτα, μόλις φτάνω στην άκρη του κειμένου, παριστάνω το κοριτσάκι στο ζάλογγο, που πατάει το έντερ για να φύγει το ρημαδοκείμενο και να πέσει στα νύχια της νύχτας... να κοιμηθεία στο διαδίκτυο...
τι μπούρδες θέ μου, κι όμως σήμερα έχω ξανα τον τιτο πατρίκιο στο μυαλό μου, στο λαιμό μου, μα και πάλι δε μίλησα γι'αυτόν.
ίσως άλλη φορά. εν τη ρήμη του λόγου που λέγαμε,
λι-γό-(με όμικρον)-θηκα.
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009
στην ερημιά του λόγου
ε... ερήνη που 'σουν το πρωί
που σουντο που σουντο που που σουν το μεσημέρι
ε... ερήνη που σουν το πρωί...
τι ωραίο τραγούδι...
κι άμα κάτσεις να σκεφτείς τι λέμε σε πιάνει σύγκρυο, τραγούδι, τραγωδία, τράγος, τρίχα, θράκη, ...
μπλέχτηκα πάλι στις περικοκλάδες της ετυμολογίας που μοιάζει και λίγο σαν κρυφός έρωτας, ξέρετε ή δεν ξέρετε, κείνες τις όμορφες μεγάλες γλάστρες που είχαν η μαμά μου και η θεία μου στις αυλές τους: πράσινα, σκληρά, πανέμορφα κλασικά, αν μπορεί να πεις κανείς, φύλλα, και κάτω από το κάθε σχεδόν φύλλο, κρυμμένο, ένα μικρό, γλυκό, πανέμορφο, σχεδόν λευκό λουλουδάκι...
σχεδόν λευκο... σαν τις ψυχές μας όταν προσπαθούν να πουν αλήθεια. λευκό σαν το χιόνι δε γίνεται, μονάχα αν το μεταμορφώσει ο θεός πάνω σ' ένα βουνό, όπου μετά θα σε σταυρώσουνε.
χτες εξηγούσα σ' ένα γιατρό, μάλλον μουρλό σαν κι εμένα, πώς να καταλάβει τι είναι έρημος, μιας και δεν έχει πάει. του έλεγα να κάνει το πείραμα που διηγούμαι κάθε χρονιά και στους φοιτητές μου με στάνταρ όλες τις λεπτομέρειες που θα σας διηγηθώ κι εσάς:
για να έχετε την κορυφαία εμπειρία της ερήμου, πάρτε εκ των ενόντων, αυτό που έχουμε εδώ, και μαγειρέψτε το ως εξής:
μια μέρα ευχάριστη, που δε φυσάει, που έχει νηνεμία μέσα σας και έξω σας
πηγαίνετε στη θάλασσα για μπάνιο.
να σαστε ξεκούραστοι, να κολυμπήσετε πολύ, να πάτε βαθιά. όταν νιώσετε κούραση να μην πιεστείτε για τίποτα, μόνε να ξαπλώσετε στο κρεβατάκι της υπέροχης θάλασσας, κι ανάσκελα για λίγο να ξαπλώσετε χωρίς να κάνετε καμιά προσπάθεια...
θα ξεκουραστείτε υπέροχα, και μετά θα σηκωθείτε, θα σταθείτε κάθετα, και θ' αρχίσετε να κάνετε μικρές βουτιές στο κεφάλι σας: δλδ όχι μεγάλες κανονικές βουτιές με όλο το σώμα, απλώς θα ανεβοκατεβάζετε το κεφάλι σας μέσα στο νερό κι έξω από το νερό, γρήγορα γρήγορα, και διαρκώς, κι όσο πάρει για να φουσκώσει η ζύμη , - ά όχι, λάθος, αυτό είναι από άλλη συνταγή-
ναι, θα ανεβοκατεβάζετε γρήγορα γρήγορα το κεφαλάκι σας, μια μέσα στο νερό μια έξω, μια μέσα μια έξω,
οι αναπνοές αναγκαστικά θα γίνουν μικρούλες-μικρούλες σα νεραϊδάκια που γελάνε.
και σε μια στιγμή που δε θα αργήσει
θα σταματήσετε. και για ελάχιστα δευτερόλεπτα δε θα θυμάστε προς τα πού είναι η παραλία.
ο εγκέφαλός σας θα έχει αδειάσει από τον φρικτό κύριο προσανατολισμό που σας συνδέει μ' ένα καλώδιο και σας βαστάει φυλακισμένο στις εγωιστικές συντεταγμένες σας, όπερ αυτό τι σημαίνει; ότι, ενώ συνήθως το εγώ είναι στο κέντρο του κόσμου του,
δλδ ξέρετε πάντα ΠΟΫ είστε ΕΣΕΙΣ,
εκείνη τη στιγμή, χωρίς ίχνος φόβου, θα έχετε ελευθερωθεί, και δε θα σας νοιάζει να χαρακτηρίσετε τον κόσμο γύρω σας με βάση τη δική σας θέση!!!
μια στιγμή όπου θα είστε χαμένοι στον κόσμο, μια κουκίδα εσείς, ο κόσμος ένα όλον τεράστιο, κι εσείς ένας κόκκος άμμου που δεν έχει καμιά σημασία πού είναι τώρα, γιατί δεν υπάρχει τώρα, δεν υπάρχει μετά, δεν υπάρχει πριν.
είσαστε.
κορυφαία στιγμή ύπαρξης η έρημος...
ειρήσθω εν παρόδω...
μα δεν υπάρχει πάροδος, λιβάδι με πολλά λουλούδια υπάρχει, λες μια λέξη κι αυτή σου φέρνει χιλιάδες φωτοβολίδες μαζί της...
ειρήσθω...
συριγμός του τρένου, του τηλεφώνου όταν σε καλούν να μιλήσεις μετά το συριγμό, και να μιλήσεις μόνος σου, σαν να περιμένεις τον γκοντό...
ειρήσθω
θα ξυρίσω κάθε επιφάνεια να γίνει λεία, υποταγμένη, ευ-ν-ουχ-ισμένη, δλδ μη αποδεκτή, κάτι σαν 'ακρωτήρι της καλής ελπίδας' που δεν υπάρχει ελπίδα σ'εκείνο το μέρος του κόσμου ή το μόριο του ανθρώπου...
μα τι λες τώρα...
τι με νοιάζει,
δεν έχω πιει δεν έχω δεδηλωμένα τρελαθεί
ξέρω τι λέω
ίσως, αλλά έτσι είναι όταν έτσι νομίζετε
ή μήπως όταν νομίζεται...
άστα, αυτό πικρό είναι-
ειρήσθω εν παρόδω
φυσάει βλέπεις στα στενά ο αέρας είναι πάντα πιο επιθετικός, περνάει με μεγαλύτερη φόρα, μεταβάλλεται σε αγέλη -ποιός; ο αέρας- τρελλάθηκες και μάλιστα με δύο λάμδα,
τι να σου πω
δε νομίζω
μα δε θα βάλλω και το χέρι μου στη φωτιά, τι με νοιάζει σχεδόν...
υπάρχει κάτι που σε νοιάζει
ω, ναι, πολλά
η ερημιά με νοιάζει, και θα θελα η ελένη να της μοιάζει...
η ερημια.... σαν .... στον ουρανό.... κι αν σ' αγαπώ δε σ' ορίζω και ...
να ένα τραγούδι ακόμη...
με πολλά ρω
εν τη ρήμη του λόγου...
αφιερωμένο στα λάμδα και τα ρω του έρωτα ή της αΛήθειας ή της εΛευθεΡίας
πάντα ρει
χωρίς προσδιορισμό στο τσεπάκι του μικρασιάτη που πέθανε τρώγοντας χόρτα στις κορφές των βουνών
πάντα ρει σκέτο, σαν πικρός καφές
πάντα στέργει
η αγάπη, λέει ο άλλος, πόσο δίκιο έχει σ'ένα κόλπο
σ'ένα απάγγειο
έχω ακόμη αίμα στα αγγεία μου τα πολλά
μα "τ' αδειανό τ' αγγειό σκούζει" το ξέρετε;
κάτι που είναι μεστό δεν έχει ανάγκη τίποτα.
ούτε καν να μιλήσει.
καλημέρα σας.
που σουντο που σουντο που που σουν το μεσημέρι
ε... ερήνη που σουν το πρωί...
τι ωραίο τραγούδι...
κι άμα κάτσεις να σκεφτείς τι λέμε σε πιάνει σύγκρυο, τραγούδι, τραγωδία, τράγος, τρίχα, θράκη, ...
μπλέχτηκα πάλι στις περικοκλάδες της ετυμολογίας που μοιάζει και λίγο σαν κρυφός έρωτας, ξέρετε ή δεν ξέρετε, κείνες τις όμορφες μεγάλες γλάστρες που είχαν η μαμά μου και η θεία μου στις αυλές τους: πράσινα, σκληρά, πανέμορφα κλασικά, αν μπορεί να πεις κανείς, φύλλα, και κάτω από το κάθε σχεδόν φύλλο, κρυμμένο, ένα μικρό, γλυκό, πανέμορφο, σχεδόν λευκό λουλουδάκι...
σχεδόν λευκο... σαν τις ψυχές μας όταν προσπαθούν να πουν αλήθεια. λευκό σαν το χιόνι δε γίνεται, μονάχα αν το μεταμορφώσει ο θεός πάνω σ' ένα βουνό, όπου μετά θα σε σταυρώσουνε.
χτες εξηγούσα σ' ένα γιατρό, μάλλον μουρλό σαν κι εμένα, πώς να καταλάβει τι είναι έρημος, μιας και δεν έχει πάει. του έλεγα να κάνει το πείραμα που διηγούμαι κάθε χρονιά και στους φοιτητές μου με στάνταρ όλες τις λεπτομέρειες που θα σας διηγηθώ κι εσάς:
για να έχετε την κορυφαία εμπειρία της ερήμου, πάρτε εκ των ενόντων, αυτό που έχουμε εδώ, και μαγειρέψτε το ως εξής:
μια μέρα ευχάριστη, που δε φυσάει, που έχει νηνεμία μέσα σας και έξω σας
πηγαίνετε στη θάλασσα για μπάνιο.
να σαστε ξεκούραστοι, να κολυμπήσετε πολύ, να πάτε βαθιά. όταν νιώσετε κούραση να μην πιεστείτε για τίποτα, μόνε να ξαπλώσετε στο κρεβατάκι της υπέροχης θάλασσας, κι ανάσκελα για λίγο να ξαπλώσετε χωρίς να κάνετε καμιά προσπάθεια...
θα ξεκουραστείτε υπέροχα, και μετά θα σηκωθείτε, θα σταθείτε κάθετα, και θ' αρχίσετε να κάνετε μικρές βουτιές στο κεφάλι σας: δλδ όχι μεγάλες κανονικές βουτιές με όλο το σώμα, απλώς θα ανεβοκατεβάζετε το κεφάλι σας μέσα στο νερό κι έξω από το νερό, γρήγορα γρήγορα, και διαρκώς, κι όσο πάρει για να φουσκώσει η ζύμη , - ά όχι, λάθος, αυτό είναι από άλλη συνταγή-
ναι, θα ανεβοκατεβάζετε γρήγορα γρήγορα το κεφαλάκι σας, μια μέσα στο νερό μια έξω, μια μέσα μια έξω,
οι αναπνοές αναγκαστικά θα γίνουν μικρούλες-μικρούλες σα νεραϊδάκια που γελάνε.
και σε μια στιγμή που δε θα αργήσει
θα σταματήσετε. και για ελάχιστα δευτερόλεπτα δε θα θυμάστε προς τα πού είναι η παραλία.
ο εγκέφαλός σας θα έχει αδειάσει από τον φρικτό κύριο προσανατολισμό που σας συνδέει μ' ένα καλώδιο και σας βαστάει φυλακισμένο στις εγωιστικές συντεταγμένες σας, όπερ αυτό τι σημαίνει; ότι, ενώ συνήθως το εγώ είναι στο κέντρο του κόσμου του,
δλδ ξέρετε πάντα ΠΟΫ είστε ΕΣΕΙΣ,
εκείνη τη στιγμή, χωρίς ίχνος φόβου, θα έχετε ελευθερωθεί, και δε θα σας νοιάζει να χαρακτηρίσετε τον κόσμο γύρω σας με βάση τη δική σας θέση!!!
μια στιγμή όπου θα είστε χαμένοι στον κόσμο, μια κουκίδα εσείς, ο κόσμος ένα όλον τεράστιο, κι εσείς ένας κόκκος άμμου που δεν έχει καμιά σημασία πού είναι τώρα, γιατί δεν υπάρχει τώρα, δεν υπάρχει μετά, δεν υπάρχει πριν.
είσαστε.
κορυφαία στιγμή ύπαρξης η έρημος...
ειρήσθω εν παρόδω...
μα δεν υπάρχει πάροδος, λιβάδι με πολλά λουλούδια υπάρχει, λες μια λέξη κι αυτή σου φέρνει χιλιάδες φωτοβολίδες μαζί της...
ειρήσθω...
συριγμός του τρένου, του τηλεφώνου όταν σε καλούν να μιλήσεις μετά το συριγμό, και να μιλήσεις μόνος σου, σαν να περιμένεις τον γκοντό...
ειρήσθω
θα ξυρίσω κάθε επιφάνεια να γίνει λεία, υποταγμένη, ευ-ν-ουχ-ισμένη, δλδ μη αποδεκτή, κάτι σαν 'ακρωτήρι της καλής ελπίδας' που δεν υπάρχει ελπίδα σ'εκείνο το μέρος του κόσμου ή το μόριο του ανθρώπου...
μα τι λες τώρα...
τι με νοιάζει,
δεν έχω πιει δεν έχω δεδηλωμένα τρελαθεί
ξέρω τι λέω
ίσως, αλλά έτσι είναι όταν έτσι νομίζετε
ή μήπως όταν νομίζεται...
άστα, αυτό πικρό είναι-
ειρήσθω εν παρόδω
φυσάει βλέπεις στα στενά ο αέρας είναι πάντα πιο επιθετικός, περνάει με μεγαλύτερη φόρα, μεταβάλλεται σε αγέλη -ποιός; ο αέρας- τρελλάθηκες και μάλιστα με δύο λάμδα,
τι να σου πω
δε νομίζω
μα δε θα βάλλω και το χέρι μου στη φωτιά, τι με νοιάζει σχεδόν...
υπάρχει κάτι που σε νοιάζει
ω, ναι, πολλά
η ερημιά με νοιάζει, και θα θελα η ελένη να της μοιάζει...
η ερημια.... σαν .... στον ουρανό.... κι αν σ' αγαπώ δε σ' ορίζω και ...
να ένα τραγούδι ακόμη...
με πολλά ρω
εν τη ρήμη του λόγου...
αφιερωμένο στα λάμδα και τα ρω του έρωτα ή της αΛήθειας ή της εΛευθεΡίας
πάντα ρει
χωρίς προσδιορισμό στο τσεπάκι του μικρασιάτη που πέθανε τρώγοντας χόρτα στις κορφές των βουνών
πάντα ρει σκέτο, σαν πικρός καφές
πάντα στέργει
η αγάπη, λέει ο άλλος, πόσο δίκιο έχει σ'ένα κόλπο
σ'ένα απάγγειο
έχω ακόμη αίμα στα αγγεία μου τα πολλά
μα "τ' αδειανό τ' αγγειό σκούζει" το ξέρετε;
κάτι που είναι μεστό δεν έχει ανάγκη τίποτα.
ούτε καν να μιλήσει.
καλημέρα σας.
Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
τι να πω! να τρελαίνεσαι. ενδιαφέρον...
απίστευτο; εντελώς τραγικό πάντως...
ή μάλλον όχι και τόσο...
ένας άγγλος, 59 χρονών, νταλικέρης, με κάποιες δυσκολίες στη δουλειά του και στην ηλικία του,
ήτοι μεταφράστε άνεργος παραμονές περίπου των χρόνων σύνταξής του,
πάει στο νοσοκομείο για κάποιο θέμα.
του ανακοινώνουν με βρεττανικό φλέγμα και τη σιγουριά του απάνθρωπου, ότι έχει καρκίνο ο οποίος δεν μπορεί να χειρουργηθεί, ούτε να επηρεαστεί πολύ από οποιαδήποτε θεραπεία, και του δίνουν περί τους έξι μήνες ζωής...
ο βρεττανός τα κουβεντιάζει με τη δικιά του, προφανώς είναι ροκ και οι δύο, κι αποφασίζουν να απολαύσουν αυτούς τους 6 μήνες.
παίρνουν όλες τις οικονομίες για τη σύνταξή τους, ο τύπος αγοράζει το όνειρό του, μια μοτο, οργανώνει τα της κηδείας του με κέντρο τη μοτό του, αγοράζει ένα αυτοκίνητο για τη γυναίκα του, φτιάχνει το σπίτι του ακόμη πιο όμορφο για κείνην, και περνάνε έξι μήνες ζωή και κότα.
που λένε. ζωή και χαβιάρι, ζωή και όνειρο, κλπ.
εξανεμίζονται τα φράγκα, αλλά οι τελευταίες στιγμές μαζί, γιορτές, κλπ, να είναι ό,τι πιο όμορφο.
ναι ναι, καλά δεν κάνανε;
ωστόσο πέρασαν δυο χρόνια.
αυτά τα δυο χρόνια το στομαχάκι του μελλοθάνατου έγινε κάρβουνο από τις οβίδες που του έδιναν για τον καρκίνο.
τώρα το νοσοκομείο τους ανακοινώνει: 'συγγνώμη λάθος, δεν ήταν καρκίνος, ένα κοινό πράμα ήταν'.
θα ζήσετε κι άλλο
ναι, λεφτά γιοκ, πάνε οι οικονομίες,
ωραία βέβαια περάσανε,
δίκη οπωσδήποτε μπορεί να κάνουνε
αλλά...
πλάκα δεν είχε;
δεν είμαι σίγουρη.
το διάβασα στο διαδίκτυο, στη λιμπερασιόν.
ή μάλλον όχι και τόσο...
ένας άγγλος, 59 χρονών, νταλικέρης, με κάποιες δυσκολίες στη δουλειά του και στην ηλικία του,
ήτοι μεταφράστε άνεργος παραμονές περίπου των χρόνων σύνταξής του,
πάει στο νοσοκομείο για κάποιο θέμα.
του ανακοινώνουν με βρεττανικό φλέγμα και τη σιγουριά του απάνθρωπου, ότι έχει καρκίνο ο οποίος δεν μπορεί να χειρουργηθεί, ούτε να επηρεαστεί πολύ από οποιαδήποτε θεραπεία, και του δίνουν περί τους έξι μήνες ζωής...
ο βρεττανός τα κουβεντιάζει με τη δικιά του, προφανώς είναι ροκ και οι δύο, κι αποφασίζουν να απολαύσουν αυτούς τους 6 μήνες.
παίρνουν όλες τις οικονομίες για τη σύνταξή τους, ο τύπος αγοράζει το όνειρό του, μια μοτο, οργανώνει τα της κηδείας του με κέντρο τη μοτό του, αγοράζει ένα αυτοκίνητο για τη γυναίκα του, φτιάχνει το σπίτι του ακόμη πιο όμορφο για κείνην, και περνάνε έξι μήνες ζωή και κότα.
που λένε. ζωή και χαβιάρι, ζωή και όνειρο, κλπ.
εξανεμίζονται τα φράγκα, αλλά οι τελευταίες στιγμές μαζί, γιορτές, κλπ, να είναι ό,τι πιο όμορφο.
ναι ναι, καλά δεν κάνανε;
ωστόσο πέρασαν δυο χρόνια.
αυτά τα δυο χρόνια το στομαχάκι του μελλοθάνατου έγινε κάρβουνο από τις οβίδες που του έδιναν για τον καρκίνο.
τώρα το νοσοκομείο τους ανακοινώνει: 'συγγνώμη λάθος, δεν ήταν καρκίνος, ένα κοινό πράμα ήταν'.
θα ζήσετε κι άλλο
ναι, λεφτά γιοκ, πάνε οι οικονομίες,
ωραία βέβαια περάσανε,
δίκη οπωσδήποτε μπορεί να κάνουνε
αλλά...
πλάκα δεν είχε;
δεν είμαι σίγουρη.
το διάβασα στο διαδίκτυο, στη λιμπερασιόν.
Κυριακή 19 Ιουλίου 2009
fylio
πώς να το λένε αυτό το γράμμα;
γουάι;
δεν ξέρω, κι ο κούκος δε μου λέει, τον ακούω, δε λέει τίποτα
κι εμένα, αυτό το γράμμα, στην ξενητειά το κάναν λάθοσ. κονντυλίς, είμουνα, κονδιλυς μ' έγραφε εκείνη η ραϊρ, η γυναίκα του ζωγράφου...
λις, από κατάληξη γινόταν λυς, ο κρίνος.
δε μίλαγα.
μ' άρενε (που λεν κι οι αμόρφωτοι)
φυλιώ,
γειά
τι κάνεις;
πόσες φορές έχεις ανθίσει φυλιώ;
με πόσα φύλλα; με πολ΄λά
φυλλιώ, ν' ανθίζεις πάντα, ν' ανθίζεις σαν σπουργίτι, -έχεις και κάτι από σπουργίτι, το ξέρεις; ναι, ένα φευγαλέο, μικρό, αεικίνητο βλέμμα...
ο σωκράτης δε λέει τίποτα γι' αυτό. λίγο μπορεί να τον κουράζει καθώς το σκέφτεται το 'τι να κάνω, είναι μικρό κι ευαίσθητο πουλί ένα σπουργίτι'.
ένα σπουργίτι είναι ένα φτωχικό πουλάκι που προσκαλεί για δυο, δυο, μαζί, πράγματα:
να λεει: μη σε μέλει, εγώ, είμαι λέφτερο και μπορώ...
και λέει ακόμα: ΄μου αρκεί, πάντα να δίνω.
παίρνω από κει που δίνω.
φιλιώ
το θέλω το σπιτικό που ανοίγει και μπαίνω στην κουζίνα σου
και με κερνάς φιλοξενία, φιλογένια το λεν οι ξένοι, φιλοφένεια, εγώ, το λέω σαν τη χαρά να μ' ακουμπάς...
φιλιώ
να ξέρεις,
δεν το ξεχνώ το σπουργιτίσιο βλέμμα
ευχαριστώ
για το βλέμμα, για το δόσιμο
για τη χαρά να σε γνωρίζω
χρόνια πολλά φιλιώ, φυλλιώ, φυλιώ,
φιλιώ
ωραίο πράμα η φιλότης και σ' ε΄χω στην καρδιά μου
να τα χιλιάσεις φιλιώ!
να τα χιλιάσεις!
γουάι;
δεν ξέρω, κι ο κούκος δε μου λέει, τον ακούω, δε λέει τίποτα
κι εμένα, αυτό το γράμμα, στην ξενητειά το κάναν λάθοσ. κονντυλίς, είμουνα, κονδιλυς μ' έγραφε εκείνη η ραϊρ, η γυναίκα του ζωγράφου...
λις, από κατάληξη γινόταν λυς, ο κρίνος.
δε μίλαγα.
μ' άρενε (που λεν κι οι αμόρφωτοι)
φυλιώ,
γειά
τι κάνεις;
πόσες φορές έχεις ανθίσει φυλιώ;
με πόσα φύλλα; με πολ΄λά
φυλλιώ, ν' ανθίζεις πάντα, ν' ανθίζεις σαν σπουργίτι, -έχεις και κάτι από σπουργίτι, το ξέρεις; ναι, ένα φευγαλέο, μικρό, αεικίνητο βλέμμα...
ο σωκράτης δε λέει τίποτα γι' αυτό. λίγο μπορεί να τον κουράζει καθώς το σκέφτεται το 'τι να κάνω, είναι μικρό κι ευαίσθητο πουλί ένα σπουργίτι'.
ένα σπουργίτι είναι ένα φτωχικό πουλάκι που προσκαλεί για δυο, δυο, μαζί, πράγματα:
να λεει: μη σε μέλει, εγώ, είμαι λέφτερο και μπορώ...
και λέει ακόμα: ΄μου αρκεί, πάντα να δίνω.
παίρνω από κει που δίνω.
φιλιώ
το θέλω το σπιτικό που ανοίγει και μπαίνω στην κουζίνα σου
και με κερνάς φιλοξενία, φιλογένια το λεν οι ξένοι, φιλοφένεια, εγώ, το λέω σαν τη χαρά να μ' ακουμπάς...
φιλιώ
να ξέρεις,
δεν το ξεχνώ το σπουργιτίσιο βλέμμα
ευχαριστώ
για το βλέμμα, για το δόσιμο
για τη χαρά να σε γνωρίζω
χρόνια πολλά φιλιώ, φυλλιώ, φυλιώ,
φιλιώ
ωραίο πράμα η φιλότης και σ' ε΄χω στην καρδιά μου
να τα χιλιάσεις φιλιώ!
να τα χιλιάσεις!
Τρίτη 14 Ιουλίου 2009
ιστορίες...
εγώ πάντα το 'λεγα...
γνωστή ατάκα.
πήγα να γράψω κάπου ένα σχόλια, κι έγραψα: εγώ πάντα το 'λεγα, αλλά εσείς δε με πιστεύατε: είμαι βλάκας.
αυθόρμητο ήταν.
έκανα λίγο πίσω και σκέφτηκα αναρωτώμενη: ναι; εκεί λίγο το παραπέτασμα έπεσε: όχι, δεν το' λεγες πάντα. μήπως πρέπει να γράψεις:
εγώ πάντα το φοβόμουνα...
αυτό ήταν;
τελικά κατάλαβα ότι δεν ξέρω.
πάντως ο φόβος
τι φόβος να ήταν;
όταν τους άφηνα να φύγουν όλους απο το σπίτι και επιθυμούσα διακαώς, παιδάκι, να μείνω μόνη μου αποδεικνύοντας στους άλλους ότι 'δε φοβάμαι'...
κι όταν έφευγαν, σήκωνα καρέκλες, ραδιόφωνα, κλπ και τα έβαζα πίσω από την πόρτα...
:)
πολύ τρυφερή ρίζα ο φόβος, κάνει χρόνια να ανθίσει, κι ανθίζει με παράξενα λουλούδια.
μαζί πρέπει να περιγράψω και την τρομερή αγωνία μου: πώς ζωγραφίζουν έναν άνθρωπο; έχω τόσους μπροστά μου, κι όμως, μόλις θέλω να ζωγραφίσω έναν, -πριν πάω στο δημοτικό- είναι τόσο δύσκολο! με προβλημάτιζαν πολύ ο αφαλός και οι ώμοι, πώς να ζωγραφίσω τον αφαλό. παραδόξως από κει ήθελα ν' αρχίσω...
αλλά...
σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν, που άκουσε κι ο παύλος.
το κέντρο του κάθε ανθρώπου είμαι μια μαύρη, μαύρη, μα και πυρακτωμένη πέτρα μέσα του, αυτή τον γεννάει, απ' την κοιλιά της μάνας του, τον βγάζει έξω, έχετε δει πέτρα που κόβουν;
δεν την κόβουν, ψέμματα είναι. κάτι έλεγε κι αυτός ο απλός ΄και σοφός σαλεμένος ο φρόιντ. τι κουβαλάς με το που γεννιέσαι, κι αργεί να λιώσει η πέτρα, σε μερικούς αν όχι σε όλους από μας, η πέτρα μ'όλα τα χώματα και υλικά κάνει το κάθε παρελθόν παρόν μας!
τα χώματα κι οι φωτιές που την έφτιαξαν μας πληγώνουν σε κάθε βήμα, και τα πολλά βήματα της ζωής κάποτε λειαίνουν την πέτρα, όπως στην κοίτη ποταμού...
και δεν αλλάζουμε, αλλά μαθαίνουμε την ηπιότητα, ή τη γαλήνη, μέσα από τον πόνο και την ταπείνωση...
έτσι το πρόβλημά μου ήταν, αφού ζωγράφιζα, πώς να ζωγραφίσω ανθρώπους!
κι έπρεπε να το ξεπεράσω.
να το μπορώ; δεν έλεγα πως δεν μπορούσα, γιατί το έβλεπα πως δεν μπορούσα. έλεγα το αντίθετο.
μια μεγάλη ξαδέρφη, μου έδειξε τον τρόπο: ένα ταυ μ' ένα πόδι παραπάνω, ένα κύκλο για κεφάλι, να ένα ανθρωπάκι.
αυτό που χρωστάω στη μάνα μου είναι: 'σε παρακαλώ γεωργία (το όνομα της συχωρεμένης της ξαδέρφης), άστην να ψάχνει τι θα φτιάχνει μόνη της, μην της ξαναδείξεις...
και μου 'κοψε το λουφέ της ευκολίας.
τέντωσα τα κερατάκια μάτια μου κι αυτάκια, σα σαλιγκαράκι που ήμουν, ό,τι ακούω και βλέπω να το παίρνω μόνη μου.
άκουσα κάποτε πως δεν πρέπει να ζωγραφίζεις με τσιγαρόχαρτο, όπως το έλεγαν, γιατί δε θα μάθεις ποτέ.
το άκουσα 'κάπου', σ' ένα μαγαζί, σ' ένα ψιλικατζίδικο, το 'λεγαν σε κάποιον άλλον, όχι σε μένα. για μένα όμως αυτό έγινε νόμος.
γιατί έλεγα ότι είμαι ζωγράφος.
γιατί η ζωγραφική σε έκλεινε με το πρόσωπο, τις κεραίες, τα μάτια, σ'έναν δικό σου κόσμο με μυτερά μολύβια κι άσπρα ή ακόμη καλύτερα μπεζ χαρτιά...
τι όμορφο τα χαρτιά, τι μαγικό, να είναι δικά σου, να τα κάνεις ό,τι θες...
να μην έχουν τις ρίγες της φυλακής που είχαν τα τετράδια...
να είσαι μόνος σου και να σε αγκαλιάζουν τα καθαρά βλέμματα ενός χαρτιού που ανεχόταν ό,τι σου 'ρχόταν στο κεφάλι, και μάζευε καταπώς το λέει ο ρίτσος για το κυκλάμινο, όλη την προσοχή, την ειρήνη, τη μοναξιά, που ένα παιδάκι μπορεί να έχει μέσα του...
και μετά ήρθαν τα δύσκολα.
τι; έπρεπε να γράφουμε ορθογραφία!!!
να θυμόμαστε ότι αυτό το πράμα γράφεται έτσι;;;;; μα, δεν είναι δυνατόν! να μπορώ να το θυμάμαι; όχι. δε γίνεται. κωστάκη, εσύ που κάθεσαι δίπλα μου, άσε με να δω! ο κωστής με άφηνε.
δεν ξέρω γιατί, ο κρόππερ ήταν.
αυτό που σας λέω είναι αλήθεια, έστω κι αν δεν το ξέραμε τότε. ούτε τώρα είναι από τα πράματα που γνωρίζουμε, είναι από τα πράματα που δεν ξέρω πώς, μας γέννησαν, ναι, εντάξει, βλακείες λέω, σταματάω αυτό...
ήρθαν λοιπόν οι μέλισσες, το σίριαλ με τις ριγωτές γραμμές και τις φωνές!
"τι γράμματα είναι αυτά; το ένα σαν το κεφάλι σου και το άλλο σα μια ψύρα!"
ξανά
και ξανά
και ξανά...
έμαθα ντε φάκτο, με το που άρχιζα αυτό τον απογευμματινό καθημερνό γολγοθά, μόλις καθόμουν, έκανα επίτηδες ένα χοντρό λάθος, και υποτίθεται πως για να το σβήσω χρησιμοποιούσα τη γόμα, εκ παραλλήλου έφτυνα, και κατάφερνα αυτό που ήθελα: να κάνω μια άσκημη τρύπα στο τετράδιο, να το πληγώσω...
ίσως όπως με πλήγωνε κι εμένα.
για τα γράμματα τα ίδια, δεν ξέρω τι να πω...
μάλλον τ'αγάπαγα, σα γλυκά πονεμένα μαύρα προβατάκια φυλακισμένα σ'άσπρο χαρτί. όπου τα 'βλεπα τα πλησίαζα και τα διάβαζα.
είχα φαίνεται φάτσα ηλιθίου, και στη δευτέρα δημοτικού στην αρχή, που είχα αλλάξει σχολείο από ένα ιδιωτικό σ' ένα δημόσιο, με βάλαν να διαβάσω να δουν αν ξέρω.
η ευγενική δασκάλα που ήξερε και από παιδαγωγικά και κυρίως αγαπούσε τόσο τα παιδιά ως αφορμή δώρου, είπε:
α, έπεσα σε σελίδα που την ξέρεις. τώρα θα δεις. γύρισε τη σελίδα αλλού κι αλλού.
εντάξει, είπε φειδωλά, όταν εγώ διάβαζα με την άνεση που χρειαζόταν.
με βάλαν να γράψω κάτι στον πινακα.
κι όλα τα πάμπολλα παιδιά που είχαν έρθει από ιδιωτικό τότε, εξαιτίας της αλλαγής ενός νόμου, δε θυμάμαι.
μετά δυο δασκάλες σχολίαζαν την κάθε γραμμή.
με σήκωσαν να τους πω ποια γραμμή είχα γράψει, τους είπα λάθος, την βρήκαν αυτές,
δεν ξέρω τι λέγαν, θυμάμαι όμως αυτή την κυρία ρούσκα που ήταν τελικώς η δασκάλα μου, αυτή που με έβαλε να διαβάσω, που είπε στην άλλην:
αλλά, τι τα θες; πήρε την κιμωλία και έγραψε ένα ε ανάποδα, τόσο υποτιμητικά...
και πέταξε την κιμωλία κάτω.
καταλαβαίνετε, εισέπραττα πάντα αποδοχή...
είμαι βλάκας, το ξέρετε;
και φυσικά συνεχίζεται...
γνωστή ατάκα.
πήγα να γράψω κάπου ένα σχόλια, κι έγραψα: εγώ πάντα το 'λεγα, αλλά εσείς δε με πιστεύατε: είμαι βλάκας.
αυθόρμητο ήταν.
έκανα λίγο πίσω και σκέφτηκα αναρωτώμενη: ναι; εκεί λίγο το παραπέτασμα έπεσε: όχι, δεν το' λεγες πάντα. μήπως πρέπει να γράψεις:
εγώ πάντα το φοβόμουνα...
αυτό ήταν;
τελικά κατάλαβα ότι δεν ξέρω.
πάντως ο φόβος
τι φόβος να ήταν;
όταν τους άφηνα να φύγουν όλους απο το σπίτι και επιθυμούσα διακαώς, παιδάκι, να μείνω μόνη μου αποδεικνύοντας στους άλλους ότι 'δε φοβάμαι'...
κι όταν έφευγαν, σήκωνα καρέκλες, ραδιόφωνα, κλπ και τα έβαζα πίσω από την πόρτα...
:)
πολύ τρυφερή ρίζα ο φόβος, κάνει χρόνια να ανθίσει, κι ανθίζει με παράξενα λουλούδια.
μαζί πρέπει να περιγράψω και την τρομερή αγωνία μου: πώς ζωγραφίζουν έναν άνθρωπο; έχω τόσους μπροστά μου, κι όμως, μόλις θέλω να ζωγραφίσω έναν, -πριν πάω στο δημοτικό- είναι τόσο δύσκολο! με προβλημάτιζαν πολύ ο αφαλός και οι ώμοι, πώς να ζωγραφίσω τον αφαλό. παραδόξως από κει ήθελα ν' αρχίσω...
αλλά...
σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν, που άκουσε κι ο παύλος.
το κέντρο του κάθε ανθρώπου είμαι μια μαύρη, μαύρη, μα και πυρακτωμένη πέτρα μέσα του, αυτή τον γεννάει, απ' την κοιλιά της μάνας του, τον βγάζει έξω, έχετε δει πέτρα που κόβουν;
δεν την κόβουν, ψέμματα είναι. κάτι έλεγε κι αυτός ο απλός ΄και σοφός σαλεμένος ο φρόιντ. τι κουβαλάς με το που γεννιέσαι, κι αργεί να λιώσει η πέτρα, σε μερικούς αν όχι σε όλους από μας, η πέτρα μ'όλα τα χώματα και υλικά κάνει το κάθε παρελθόν παρόν μας!
τα χώματα κι οι φωτιές που την έφτιαξαν μας πληγώνουν σε κάθε βήμα, και τα πολλά βήματα της ζωής κάποτε λειαίνουν την πέτρα, όπως στην κοίτη ποταμού...
και δεν αλλάζουμε, αλλά μαθαίνουμε την ηπιότητα, ή τη γαλήνη, μέσα από τον πόνο και την ταπείνωση...
έτσι το πρόβλημά μου ήταν, αφού ζωγράφιζα, πώς να ζωγραφίσω ανθρώπους!
κι έπρεπε να το ξεπεράσω.
να το μπορώ; δεν έλεγα πως δεν μπορούσα, γιατί το έβλεπα πως δεν μπορούσα. έλεγα το αντίθετο.
μια μεγάλη ξαδέρφη, μου έδειξε τον τρόπο: ένα ταυ μ' ένα πόδι παραπάνω, ένα κύκλο για κεφάλι, να ένα ανθρωπάκι.
αυτό που χρωστάω στη μάνα μου είναι: 'σε παρακαλώ γεωργία (το όνομα της συχωρεμένης της ξαδέρφης), άστην να ψάχνει τι θα φτιάχνει μόνη της, μην της ξαναδείξεις...
και μου 'κοψε το λουφέ της ευκολίας.
τέντωσα τα κερατάκια μάτια μου κι αυτάκια, σα σαλιγκαράκι που ήμουν, ό,τι ακούω και βλέπω να το παίρνω μόνη μου.
άκουσα κάποτε πως δεν πρέπει να ζωγραφίζεις με τσιγαρόχαρτο, όπως το έλεγαν, γιατί δε θα μάθεις ποτέ.
το άκουσα 'κάπου', σ' ένα μαγαζί, σ' ένα ψιλικατζίδικο, το 'λεγαν σε κάποιον άλλον, όχι σε μένα. για μένα όμως αυτό έγινε νόμος.
γιατί έλεγα ότι είμαι ζωγράφος.
γιατί η ζωγραφική σε έκλεινε με το πρόσωπο, τις κεραίες, τα μάτια, σ'έναν δικό σου κόσμο με μυτερά μολύβια κι άσπρα ή ακόμη καλύτερα μπεζ χαρτιά...
τι όμορφο τα χαρτιά, τι μαγικό, να είναι δικά σου, να τα κάνεις ό,τι θες...
να μην έχουν τις ρίγες της φυλακής που είχαν τα τετράδια...
να είσαι μόνος σου και να σε αγκαλιάζουν τα καθαρά βλέμματα ενός χαρτιού που ανεχόταν ό,τι σου 'ρχόταν στο κεφάλι, και μάζευε καταπώς το λέει ο ρίτσος για το κυκλάμινο, όλη την προσοχή, την ειρήνη, τη μοναξιά, που ένα παιδάκι μπορεί να έχει μέσα του...
και μετά ήρθαν τα δύσκολα.
τι; έπρεπε να γράφουμε ορθογραφία!!!
να θυμόμαστε ότι αυτό το πράμα γράφεται έτσι;;;;; μα, δεν είναι δυνατόν! να μπορώ να το θυμάμαι; όχι. δε γίνεται. κωστάκη, εσύ που κάθεσαι δίπλα μου, άσε με να δω! ο κωστής με άφηνε.
δεν ξέρω γιατί, ο κρόππερ ήταν.
αυτό που σας λέω είναι αλήθεια, έστω κι αν δεν το ξέραμε τότε. ούτε τώρα είναι από τα πράματα που γνωρίζουμε, είναι από τα πράματα που δεν ξέρω πώς, μας γέννησαν, ναι, εντάξει, βλακείες λέω, σταματάω αυτό...
ήρθαν λοιπόν οι μέλισσες, το σίριαλ με τις ριγωτές γραμμές και τις φωνές!
"τι γράμματα είναι αυτά; το ένα σαν το κεφάλι σου και το άλλο σα μια ψύρα!"
ξανά
και ξανά
και ξανά...
έμαθα ντε φάκτο, με το που άρχιζα αυτό τον απογευμματινό καθημερνό γολγοθά, μόλις καθόμουν, έκανα επίτηδες ένα χοντρό λάθος, και υποτίθεται πως για να το σβήσω χρησιμοποιούσα τη γόμα, εκ παραλλήλου έφτυνα, και κατάφερνα αυτό που ήθελα: να κάνω μια άσκημη τρύπα στο τετράδιο, να το πληγώσω...
ίσως όπως με πλήγωνε κι εμένα.
για τα γράμματα τα ίδια, δεν ξέρω τι να πω...
μάλλον τ'αγάπαγα, σα γλυκά πονεμένα μαύρα προβατάκια φυλακισμένα σ'άσπρο χαρτί. όπου τα 'βλεπα τα πλησίαζα και τα διάβαζα.
είχα φαίνεται φάτσα ηλιθίου, και στη δευτέρα δημοτικού στην αρχή, που είχα αλλάξει σχολείο από ένα ιδιωτικό σ' ένα δημόσιο, με βάλαν να διαβάσω να δουν αν ξέρω.
η ευγενική δασκάλα που ήξερε και από παιδαγωγικά και κυρίως αγαπούσε τόσο τα παιδιά ως αφορμή δώρου, είπε:
α, έπεσα σε σελίδα που την ξέρεις. τώρα θα δεις. γύρισε τη σελίδα αλλού κι αλλού.
εντάξει, είπε φειδωλά, όταν εγώ διάβαζα με την άνεση που χρειαζόταν.
με βάλαν να γράψω κάτι στον πινακα.
κι όλα τα πάμπολλα παιδιά που είχαν έρθει από ιδιωτικό τότε, εξαιτίας της αλλαγής ενός νόμου, δε θυμάμαι.
μετά δυο δασκάλες σχολίαζαν την κάθε γραμμή.
με σήκωσαν να τους πω ποια γραμμή είχα γράψει, τους είπα λάθος, την βρήκαν αυτές,
δεν ξέρω τι λέγαν, θυμάμαι όμως αυτή την κυρία ρούσκα που ήταν τελικώς η δασκάλα μου, αυτή που με έβαλε να διαβάσω, που είπε στην άλλην:
αλλά, τι τα θες; πήρε την κιμωλία και έγραψε ένα ε ανάποδα, τόσο υποτιμητικά...
και πέταξε την κιμωλία κάτω.
καταλαβαίνετε, εισέπραττα πάντα αποδοχή...
είμαι βλάκας, το ξέρετε;
και φυσικά συνεχίζεται...
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009
πάλι σχολείο;
όλο σχολείο πάω...
χτες λοιπόν έπρεπε να είμαι στο γραφείο μου δύο με τρεις, γιατί κάποιοι φοιτητές μου είχαν γράψει ότι ήθελαν να με βρουν πέραν εξετάσεων. είχα άλλωστε πολλά να κάνω στο γραφείο μου. την ώρα εκείνη δεν ήρθε κανείς. μετά, κατά τις τρεις, ήρθε ένας ιρακινός. βαγδατιανός! τον είχα γνωρίσει πριν κάμποοσο καιρό, τον είχα καλέσει στην ημερίδα μας, ήταν ο μόνος άραβας φοιτητής που είχε έρθει, χωρίς καν ακόμη να με ξέρει.
με είδε από το παράθυρο, ήρθε κοντά, χαιρέτησε, περίμενε.
με θυμάστε;
έλα, μουχάμαντ,ε; ε, όχι ακριβώς, αλί!
θαύμασα που αρχίσαμε να μιλάμε, εγώ δλδ του έπιασα την κουβέντα, κι επίτηδες δεν του έλεγα να κάτσει.
καθόταν όρθιος λοιπόν, δλδ η ευγένειά του ήταν γλυκύτατη.
φυσικά του είπα να κάτσει και η κουβέντα ζεστάθηκε.
είδε διάφορες εκδόσεις του Κορανίου. με ρώτησε αν καταλαβαίνω το κοράνι. αν μπορώ να το διαβάσω. όμως οι ερωτήσεις του δεν είχαν τη φαλλοκρατική διάθεση που αναγνωρίζω σε πολλούς. άλλαξα θέση και του είπα για τα κοράνια που έχω, πήρα κι ένα στο χέρι σχολιάζοντας ότι είναι πολύ εύκολο να διαβάσεις το κοράνι, αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο να το καταλάβεις.
του το έδωσα στα χέρια.
το πήρε πρόθυμα.
κουβεντιάζοντας μου είπε: δεν έχω πλύνει τα χέρια μου, και δεν πιάνω το Κοράνι χωρίς να έχω κάνει ιεροτελεστική κάθαρση.
μου το έλεγε αυτό με πληρη ηρεμία, και βαστώντας το Κοράνι ανοιχτό όπως του το έδωσα.
άντα μού'μιν, του είπα, εσύ είσαι πιστός.
(έχει διαφορά από το να του έλεγα εσύ είσαι μουσουλμάνος)
κουβεντιάσαμε για το κοράνι και το ισλάμ, για την πίστη ή τη θρησκεία.
όμορφη κουβέντα.
μετά του έδειξα τα 4 βιβλία που είχα, όλα με το ίδιο εξώφυλλο.
δεν αναγνώρισε ότι ήταν μια γωνιά από τη μουστανσιρίγια, ένα από τα ωραι΄τερα παλάτια της βαγδάτης.
για μένα αυτή η εικόνα είναι σχεδόν φετίχ. από την καταιγίδα της ερήμου την έχω.
την έχω βάλει από τότε αφύλαχτη, να κρέμεται και στην πόρτα μου. κανείς δεν την έχει πειράξει από τότε.
έχει δλδ αντέξει στο χρόνο και στο σεβασμό. μ'έχει πια ικανοποιήσει τόσο, που η αποστολή της έχει σχεδόν τελειώσει.
όταν του είπα τι είναι αυτό που βλέπει, πιάσαμε μια γλυκιά κουβέντα, για το παλάτι, που αυτός βέβαια πήγαινε μέχρι πρότινος και επισκεπτόταν και το εσωτερικό του παλατιού, για το πόσους δρόμους έχει γύρω, από πού πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι του βόλτα μέχρι εκεί, πώς είναι τα σπίτια, πού έσκασαν παγιδευμένα αυτοκίνητα και τώρα φτιάχνουν ξανά μια λεωφόρο, αχνά και όμορφα, μιλήσαμε τουλάχιστον για μια ώρα. σκέφτηκα σε κάποια φάση πως σπαταλάω το χρόνο μου και δεν εργάζομαι συστηματικά.
τι ηλίθια σκέψη! αυτή η κουβέντα μ' αυτό το παλλικάρι ήταν η δουλειά μου. το πάρε-δώσε σκέψης. του είπα στο τέλος: έχω ένα όνειρο, πριν πεθάνω, που δε θα πεθάνω τώρα, είναι να πάω στη βαγδάτη. κανείς δεν ξέρει πότε θα πεθάνει, άρα πρέπει να πάτε σύντομα, μου είπε. μπορώ να είμαι ο ξεναγός σας, κάπως πιο γλυκά μου το είπε.
κι εγώ, με την επίγνωση του τι έκανα μαζί του όλη αυτή την ώρα, του είπα. όχι, θα αργήσω πολύ να πάω, και τότε ναι, θα σου το πω και θα σε συναντήσω.
όντως, η συνομιλία ήταν ένα ταξίδι γνώσης και προσέγγισης.
ας είναι καλά το παιδί, τόσων ετών΄, όσων η ενασχόλησή μου με τη γλώσσα του και τον πολιτισμό του (αυτός γεννήθηκε το 80, κι εγώ είχα αρχίσει το 77...
μετά το έριξα στη δουλειά.
και μετά, ήρθε ένας άλλος φοιτητής, να με ρωτήσει για το μάθημα που θα δώσει τη δευτέρα. αυτός, ντόπιος, από μια γειτονιά της αθήνας. όμορφος σαν απόλλωνας. γεροδεμένος αλλά όχι χοντρός, με τίποτα. με μια δυο κουβέντες αναγνώρισα τη μελαγχολία. και μετά την αίσθηση της αδικίας. τι να ήταν αυτό το παιδί, που ήρθε τυχαία εκεί, γιατί απόγευμα δε βρίσκεις σχεδόν κανέναν στο πανεπιστήμιο. ένιωσα ότι καλά έκανα και ήμουνα εκεί.
και μετά αναρωτήθηκα πολύ απλά μέσα μου τι στο καλό μπορεί να είναι να είσαι ή να πληρώνεσαι, ή να σε λένε καθηγητή ή δάσκαλο;
είναι μόνο μια αντιμέτωπη σχέση τύπου 'σκάσε και σου λέω', ή είναι μια διάδραση μεταξύ γενεών;
κι ενώ λέγαμε αυτά με το νεαρό, κλπ, και το παιδάκι κάπου χρειαζόταν ίσως να μιλήσει πιο προσωπικά, και τελειώσαμε μια μεγάλη κουβέντα, το μάτι του καρφώθηκε σ' ένα περιοδικό που μου είχαν δώσει σ' ένα συνέδριο στην αγγλία, για τους ισπανο-πορτογαλο-άραβες κλπ. το ενδιαφέρον του έγινε έντονο. ε, του λέω, μόλις τελειώσεις εξετάσεις, αλλά αφού τις τελειώσεις, θα δούμε τι θα κάνουμε σχετικά.
΄πολυλογώ ακόμη μια φορά,
τέλος πάντων, έφυγα γύρω στις 9 το βράδυ απ' το γραφείο μου, σκέτο κουρελάκι. έφτασα σπίτι μετά τις δέκα και μισή.
θα μπορούσε κανείς να πει: τη δουλειά που έκανες, θα μπορούσες να την έχεις τελειώσει στις πέντε, όπως όλος ο κόσμος. ναι. τελικά ο καθένας δουλεύει με τον τρόπο του, αρκεί να σέβεται περίπου τη δουλειά του.
αλλά πιστεύω ότι ένας δάσκαλος ή ένας καθηγητής οφείλει να δημιουργεί ανθρώπινες σχέσεις.
χτες λοιπόν έπρεπε να είμαι στο γραφείο μου δύο με τρεις, γιατί κάποιοι φοιτητές μου είχαν γράψει ότι ήθελαν να με βρουν πέραν εξετάσεων. είχα άλλωστε πολλά να κάνω στο γραφείο μου. την ώρα εκείνη δεν ήρθε κανείς. μετά, κατά τις τρεις, ήρθε ένας ιρακινός. βαγδατιανός! τον είχα γνωρίσει πριν κάμποοσο καιρό, τον είχα καλέσει στην ημερίδα μας, ήταν ο μόνος άραβας φοιτητής που είχε έρθει, χωρίς καν ακόμη να με ξέρει.
με είδε από το παράθυρο, ήρθε κοντά, χαιρέτησε, περίμενε.
με θυμάστε;
έλα, μουχάμαντ,ε; ε, όχι ακριβώς, αλί!
θαύμασα που αρχίσαμε να μιλάμε, εγώ δλδ του έπιασα την κουβέντα, κι επίτηδες δεν του έλεγα να κάτσει.
καθόταν όρθιος λοιπόν, δλδ η ευγένειά του ήταν γλυκύτατη.
φυσικά του είπα να κάτσει και η κουβέντα ζεστάθηκε.
είδε διάφορες εκδόσεις του Κορανίου. με ρώτησε αν καταλαβαίνω το κοράνι. αν μπορώ να το διαβάσω. όμως οι ερωτήσεις του δεν είχαν τη φαλλοκρατική διάθεση που αναγνωρίζω σε πολλούς. άλλαξα θέση και του είπα για τα κοράνια που έχω, πήρα κι ένα στο χέρι σχολιάζοντας ότι είναι πολύ εύκολο να διαβάσεις το κοράνι, αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο να το καταλάβεις.
του το έδωσα στα χέρια.
το πήρε πρόθυμα.
κουβεντιάζοντας μου είπε: δεν έχω πλύνει τα χέρια μου, και δεν πιάνω το Κοράνι χωρίς να έχω κάνει ιεροτελεστική κάθαρση.
μου το έλεγε αυτό με πληρη ηρεμία, και βαστώντας το Κοράνι ανοιχτό όπως του το έδωσα.
άντα μού'μιν, του είπα, εσύ είσαι πιστός.
(έχει διαφορά από το να του έλεγα εσύ είσαι μουσουλμάνος)
κουβεντιάσαμε για το κοράνι και το ισλάμ, για την πίστη ή τη θρησκεία.
όμορφη κουβέντα.
μετά του έδειξα τα 4 βιβλία που είχα, όλα με το ίδιο εξώφυλλο.
δεν αναγνώρισε ότι ήταν μια γωνιά από τη μουστανσιρίγια, ένα από τα ωραι΄τερα παλάτια της βαγδάτης.
για μένα αυτή η εικόνα είναι σχεδόν φετίχ. από την καταιγίδα της ερήμου την έχω.
την έχω βάλει από τότε αφύλαχτη, να κρέμεται και στην πόρτα μου. κανείς δεν την έχει πειράξει από τότε.
έχει δλδ αντέξει στο χρόνο και στο σεβασμό. μ'έχει πια ικανοποιήσει τόσο, που η αποστολή της έχει σχεδόν τελειώσει.
όταν του είπα τι είναι αυτό που βλέπει, πιάσαμε μια γλυκιά κουβέντα, για το παλάτι, που αυτός βέβαια πήγαινε μέχρι πρότινος και επισκεπτόταν και το εσωτερικό του παλατιού, για το πόσους δρόμους έχει γύρω, από πού πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι του βόλτα μέχρι εκεί, πώς είναι τα σπίτια, πού έσκασαν παγιδευμένα αυτοκίνητα και τώρα φτιάχνουν ξανά μια λεωφόρο, αχνά και όμορφα, μιλήσαμε τουλάχιστον για μια ώρα. σκέφτηκα σε κάποια φάση πως σπαταλάω το χρόνο μου και δεν εργάζομαι συστηματικά.
τι ηλίθια σκέψη! αυτή η κουβέντα μ' αυτό το παλλικάρι ήταν η δουλειά μου. το πάρε-δώσε σκέψης. του είπα στο τέλος: έχω ένα όνειρο, πριν πεθάνω, που δε θα πεθάνω τώρα, είναι να πάω στη βαγδάτη. κανείς δεν ξέρει πότε θα πεθάνει, άρα πρέπει να πάτε σύντομα, μου είπε. μπορώ να είμαι ο ξεναγός σας, κάπως πιο γλυκά μου το είπε.
κι εγώ, με την επίγνωση του τι έκανα μαζί του όλη αυτή την ώρα, του είπα. όχι, θα αργήσω πολύ να πάω, και τότε ναι, θα σου το πω και θα σε συναντήσω.
όντως, η συνομιλία ήταν ένα ταξίδι γνώσης και προσέγγισης.
ας είναι καλά το παιδί, τόσων ετών΄, όσων η ενασχόλησή μου με τη γλώσσα του και τον πολιτισμό του (αυτός γεννήθηκε το 80, κι εγώ είχα αρχίσει το 77...
μετά το έριξα στη δουλειά.
και μετά, ήρθε ένας άλλος φοιτητής, να με ρωτήσει για το μάθημα που θα δώσει τη δευτέρα. αυτός, ντόπιος, από μια γειτονιά της αθήνας. όμορφος σαν απόλλωνας. γεροδεμένος αλλά όχι χοντρός, με τίποτα. με μια δυο κουβέντες αναγνώρισα τη μελαγχολία. και μετά την αίσθηση της αδικίας. τι να ήταν αυτό το παιδί, που ήρθε τυχαία εκεί, γιατί απόγευμα δε βρίσκεις σχεδόν κανέναν στο πανεπιστήμιο. ένιωσα ότι καλά έκανα και ήμουνα εκεί.
και μετά αναρωτήθηκα πολύ απλά μέσα μου τι στο καλό μπορεί να είναι να είσαι ή να πληρώνεσαι, ή να σε λένε καθηγητή ή δάσκαλο;
είναι μόνο μια αντιμέτωπη σχέση τύπου 'σκάσε και σου λέω', ή είναι μια διάδραση μεταξύ γενεών;
κι ενώ λέγαμε αυτά με το νεαρό, κλπ, και το παιδάκι κάπου χρειαζόταν ίσως να μιλήσει πιο προσωπικά, και τελειώσαμε μια μεγάλη κουβέντα, το μάτι του καρφώθηκε σ' ένα περιοδικό που μου είχαν δώσει σ' ένα συνέδριο στην αγγλία, για τους ισπανο-πορτογαλο-άραβες κλπ. το ενδιαφέρον του έγινε έντονο. ε, του λέω, μόλις τελειώσεις εξετάσεις, αλλά αφού τις τελειώσεις, θα δούμε τι θα κάνουμε σχετικά.
΄πολυλογώ ακόμη μια φορά,
τέλος πάντων, έφυγα γύρω στις 9 το βράδυ απ' το γραφείο μου, σκέτο κουρελάκι. έφτασα σπίτι μετά τις δέκα και μισή.
θα μπορούσε κανείς να πει: τη δουλειά που έκανες, θα μπορούσες να την έχεις τελειώσει στις πέντε, όπως όλος ο κόσμος. ναι. τελικά ο καθένας δουλεύει με τον τρόπο του, αρκεί να σέβεται περίπου τη δουλειά του.
αλλά πιστεύω ότι ένας δάσκαλος ή ένας καθηγητής οφείλει να δημιουργεί ανθρώπινες σχέσεις.
Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009
τι είναι σχολείο;
τι είναι σχολείο;
κατά το 'τι είν' η πατρίδα μου;'
μην είναι....
τι ειν' το σχολιό;
μην είναι τ' άγρια βουνά, τα φωτεινά λαγκάδια
μην είν της μέλισσας φωνή καθώς μαζεύει μέλι;
δεν είναι τ' άγρια βουνά, τα φωτεινά λαγκάδια,
δεν είν της μέλισσας φωνή καθώς μαζεύει μέλη
είν ένα ήσυχο πρωί που παραδίδει νύχτα
είν ένας τοίχος καθαρός μ' ένα κατάλογο ανοιχτό
για τους μικρούς στρατιώτες.
αλήθεια, τι είναι σχολείο;
ρωτάω, θα ήθελα απαντήσεις.
κατά το 'τι είν' η πατρίδα μου;'
μην είναι....
τι ειν' το σχολιό;
μην είναι τ' άγρια βουνά, τα φωτεινά λαγκάδια
μην είν της μέλισσας φωνή καθώς μαζεύει μέλι;
δεν είναι τ' άγρια βουνά, τα φωτεινά λαγκάδια,
δεν είν της μέλισσας φωνή καθώς μαζεύει μέλη
είν ένα ήσυχο πρωί που παραδίδει νύχτα
είν ένας τοίχος καθαρός μ' ένα κατάλογο ανοιχτό
για τους μικρούς στρατιώτες.
αλήθεια, τι είναι σχολείο;
ρωτάω, θα ήθελα απαντήσεις.
Τρίτη 7 Ιουλίου 2009
σαλιγκαρική προφητεία
καλημέρα σ' όλους! μου συνέβη κάτι ομολογουμένως γλοιώδες, αλλά εξαιρετικό και μου άρεσε. μισοξυπνημένη καθόμουν στην αυλίτσα μου, ένιωσα σε μια φάση κάτι πολύ δροσερό να μου ακουπμά το πόδι και να κυλάει. σκέφτηκα μήπως κατουρήθηκα από λάθος τρύπα. αυτό σκέφτηκα, γιατί το βρέξιμο ήταν στη γάμπα. ε λοιπόν, ήταν ένα σαλιγκάρι που έρποντας και σέρνοντας και μετα τα κέρατά του (που λένε) ολάνοιχττα, ήτοι τα ματάκια του, που έκανε βόλτες! κατέβασα το πόδι μου και το βάστηξα κάτι μέχρι που κατέβηκε τελείως και έφυγε.
το θεώρησα εξαιρετικά όμορφο πλησίασμα, έστω κι αν με απώθησε στην αρχή.
έγραφα και σας κοίταζα να σας το γράψω, κι ο νους μου ήταν πού έχει φτάσει το φιλαράκι μου. βλέποντας το γαλλοτραφή σκύλο μου να βγαίνει με το καλάθάκι της για σαλιγακράκια προβηγγίας, βούτηξα το σαλιγκάρι μου με γαλλική ευγένεια, το οποίο, ΔΕΝ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑ (που λέμε), αλλά ένιωσε καλά ιπτάμενο, και πήγα και το πέταξα σε κάτι μαλακά φύλλα. παρατήρησα ότι χωρίς φόβο και χωρίς βιασύνη συνέχισε την πορεία του μετά την προσγείωση.
ηθικόν δίδαγμα.
ή ηλίθιο ήταν, ή πραγματικά ένιωσε άνετα μαζί μου.
δλδ ούτως ή άλλως, ταυτιστήκαμε.
ε κι εγώ δεν πρόκειται να πλύνω το πόδι μου. θα αφήσω να νιώθω την εγγύτητά του. είδατε; πριν λίγες μέρες κάτι σας είχα γράψει για σαλιγκάρι, και τίποτα εσείς!
να λοιπόν!
το θεώρησα εξαιρετικά όμορφο πλησίασμα, έστω κι αν με απώθησε στην αρχή.
έγραφα και σας κοίταζα να σας το γράψω, κι ο νους μου ήταν πού έχει φτάσει το φιλαράκι μου. βλέποντας το γαλλοτραφή σκύλο μου να βγαίνει με το καλάθάκι της για σαλιγακράκια προβηγγίας, βούτηξα το σαλιγκάρι μου με γαλλική ευγένεια, το οποίο, ΔΕΝ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑ (που λέμε), αλλά ένιωσε καλά ιπτάμενο, και πήγα και το πέταξα σε κάτι μαλακά φύλλα. παρατήρησα ότι χωρίς φόβο και χωρίς βιασύνη συνέχισε την πορεία του μετά την προσγείωση.
ηθικόν δίδαγμα.
ή ηλίθιο ήταν, ή πραγματικά ένιωσε άνετα μαζί μου.
δλδ ούτως ή άλλως, ταυτιστήκαμε.
ε κι εγώ δεν πρόκειται να πλύνω το πόδι μου. θα αφήσω να νιώθω την εγγύτητά του. είδατε; πριν λίγες μέρες κάτι σας είχα γράψει για σαλιγκάρι, και τίποτα εσείς!
να λοιπόν!
Σάββατο 4 Ιουλίου 2009
θέμα εξετάσεις, 2. τρεις χτεσινές εμπειρίες.
τώρα που το σκέφτομαι, οι εμπειρίες χτες δεν είναι τρεις, είναι τρεισήμισυ.
η πρώτη δλδ, πιάνει για ενάμισυ.
εμπειρία νούμερο 1.
χτες είχα επιτήρηση στο μάθημα γεωπολιτικής του κυρίου χ.
(δεν έχω ζητήσει την άδειά του, άρα δεν αναφέρω το όνομά του).
ήταν στον δεύτερο όροφο του τμήματος τουρκικών σπουδών, που είναι ένα μικρούλι κτήριο.
καταλάθος ανεβαίνω με το ασανσέρ στον πρώτο. κάθε όροφος έχει ουσιαστικά μια αίθουσα για φοιτητές αρκετά μεγάλη, κι ίσως κι ένα γραφείο.
η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική, που πραγματικά σου ερχόταν να ξεράσεις.
συγγνώμη που το λέω, αλλά έτσι ήταν. ανάμεσα στο ασανσέρ και την αίθουσα, στο μικρό σχετικά χ΄΄ωρο που υπήρχε, συνοστίζονταν όρθια τα παιδιά, περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα για να μπει μια τετράδα και να εξεταστεί προφορικά.
συνωστισμός. ένταση. πίεση. απαράδεκτες συνθήκες.
τα είδα κι έπαθα.
ρώτησα τι κάνουν εκεί, μου εξήγησαν, και τους είπα: γιατί δεν περιμένετε κάτω, με το καφεδάκι σας; να ανεβαίνει μια τετράδα να κάθεται έξω από την πόρτα, ΄να μπαίνει μόλις βγουν οι άλλοι, και όταν οι άλλοι κατεβαίνουν, να ανεβαίνει η επόμενη τετράδα. εδώ, δεν αναπνέετε ούτε καν σωστά! πώς θα μπείτε να έχετε όλα σας τα δυνατά για τις εξετάσεις; σας το λέω γιατί αυτό δεν είναι συνθήκες που τις αντέχετε. είναι κρίμα. κάντε αυτό που σας λέω μεταξύ σας.
αυτό τους είπα και ανέβηκα παραπάνω, γιατί όντως η αποπνικτική ατμόσφαιρα δε σε βάσταγε για πολύ εκεί.
άκουσα τότε μια φοιτήτρια να κοροϊδεύει: 'ναι, βλέπεις δε θα μας έρθει έμπνευση για να απαντήσουμε'.
θέμα επιπέδου, σκέφτηκα. ίσως και θέμα άγχους. αλλά εμμμένω και στο κοινωνικό επίπεδο, που φυσικά είναι δυνατότητα εντελώς προσωπική: μην τυχόν και κάποιος άλλος σου πάρει τη θέση (ποια θέση), δεν έχει σημασία, οι άθλιες συνθήκες της πονηριάς.
μετά ανέβηκα στην αίθουσα. ήρθε ο καθηγητής. δεν τον ένοιαζε αν ήταν δίπλα-δίπλα τα παιδιά ή όχι.
στην αρχή διερωτήθηκα.
μετά όμως κατάλαβα.
τους έβαλε να βάλουν στην άκρη του διαδρόμου οποιαδήποτε τσάντα κλπ, όπως συνήθως κάνω κι εγώ.
και μετά τους είπε: παιδιά, κυριλέ θέματα: σας δίνω τρία και γράφετε το ένα, τα έχουμε κάνει στο μάθημα, κανένα πρόβλημα.
και τους μοιράζει μια σελίδα. το κάθε θέμα ήταν μια αναφορά που έπιανε μια παράγραφο.
κανένας δε βρήκε το χρόνο να μπορεί να πληροφορεί τον άλλον ή να αντιγράφει.
απλά, δεν μπορούσε να γίνει.
όντως, κανείς δεν αντέγραφε, όλοι γράφανε ή δε γράφανε.
άρα, αυτός ο τύπος με δίδαξε πώς γίνεται να είναι καλή μια εξέταση με τρία μόνο θέματα.
γιατί εγώ μέχρι τώρα την έβρισκα περίπου άδικη, αφού αν έχεις διαβάσει κάτι και σου τυχαίνει, έχει καλώς, αλλιώς την έβαψες. και τα δύο θα μπορούσαν να είναι άδικα.
καθόμουν όρθια στην πίσω μεριά της αίθουσας και μου έκανε εντύπωση που ο τύπος ήρθε κοντά και μου είπε: παρακαλώ, πηγαίνετε να καθήσετε στην καρέκλα της έδρας, θα καθήσω εγώ όρθιος.
αρνήθηκα βέβαια, γιατί αυτός έπρεπε να είναι μπροστά, ώστε να είναι στη διάθεση των παιδιών. όμως κράτησα την ευγενική του στάση.
ο τύπος, αφού είδε ότι δεν πήγαινα μπροστά, ήρθε και μου είπε:
από μια βαθμίδα και μετά δεν πρέπει να καλούμε για να γίνονται επιτηρήσεις. έχετε κι αλλα πολλά να κάνετε.
του απήντησα: δεν πειράζει, είμαστε λίγοι, δε με νοιάζει καθόλου εμένα.
(έτσι μου προέκυψε το υπολοιπο μισό), από το ενάμισυ, να τώρα το υπόλοιπο:
΄΄εκανα επιτήρηση γιατί μου το ζήτησαν από τη γραμματεία του τμήματος όπου εργάζομαι. το βρήκα σωστό.
τη δευτέρα έχω εξετάσεις σε ένα συγκεκριμένο τμήμα. τα παιδιά είναι πολλά, και έχω δύο αμφιθέατρα. ε λοιπόν, αποφάσισα ότι δε θα καλέσω από μόνη μου κανέναν επιτηρητή.
μέχρι τώρα καλούσα φίλους: ο δερμιτζάκης, ο μανώλης, η μαίρη, ο τ΄΄ασος, η μαρία, όλοι τύποι που έχουν να κάνουν κάπως με το πανεπιστήμιο, αλλά τους οποίους κάθε φορά καλούσα ως φίλους. ακόμη και η ειρήνη γκόνου, εικαστικός, είχε επιτηρήσει για μένα, άπειρες φορες΄.
ε, λοιπόν φέτος, δε θα καλέσω σε προσωπικό επίπεδο κανέναν.
κι αν δεν υπάρχει επιτηρητής, θα δω τι θα σκαρφιστώ εκείνη τη στιγμή.
είναι άδικο, μερικούς να τους προσέχουν, κι άλλους να τους αφήνουν να κάνουν τον σαλτιμπάγκο!
πάει το ενάμισυ θέμα που έλεγα.
θέμα δεύτερο:
δημήτρης δημητρίου είναι ένας άνθρωπος που είναι φίλος μου, τον γνωρίζω από τις εξετάσεις που κάναμε κάποτε στο υπουργείο παιδείας, εγώ αραβικά κι αυτός τουρκικά, τώρα εγώ τα παράτησα γιατί δεν μπορούσα να έχω και αυτό στην πλάτη μου.
τώρα ο δημήτρης διδάσκει τουρκική γλώσσα στο τμήμα τουρκικών σπουδών.
τα παιδιά θεωρούν ότι είναι πολύ δύσκολος.
φεύγουμε χτες μαζί, από τις εξετάσεις, αυτός εξέταζε τουρκικά, και αφού συζητήσαμε, ζήτησα την άδειά του για να σας μεταφέρω τι είπαμε για τις εξετάσεις.
αυτός, που οι φοιτητές θεωρούν αυστηρό, μου είπε: θεωρώ τις εξετάσεις κπολύ άδικο πράμα. όταν έχεις ένα φοιτητ΄΄η μέσα στην τάξη, τον ξέρεις πολύ καλύτερα και είσαι πιο δίκαιος μαζί του αν τον βαθμολογήσεις από τη συμμετοχή και την όλη εικόνα του, παρά από δυο πράγματα που θα τύχουν στις εξετάσεις. έτσι είσαι άδικος. τι λες εσύ;
συμφώνησα μαζί του, και θαύμασα που ένας αυστηρός καθηγητής σκέφτεται έτσι.
μου είπε και κάτι άλλο: καθένας λέει από τους φοιτητές ξέρει πού βρίσκεται. θα πρέπει η γνώμη του καθηγητή να μη θεωρείται άδικη από το φοιτητή. τότε είναι πραγματικά σωστή.
βρήκα αυτά που μου είπε πολύ θετικά και ενδιαφέρονται και σας τα παραθέττω, ίσως με το δικό μου τρόπο, αλλά του είπα ότι γράφω αυτό τον καιρό γι' αυτά και να μου το επ8τρέπει, θα γράψω τις πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις του. διδάσκει γλώσσα.
το νούμερο τρία που θα σας πω είναι ότι εχτές είχα εγώ, για τα δικά μου μαθήματα, προφορικές εξετάσεις.
προτιμώ τις δπροφορικές εξετάσεις, γιατί είναι πιο ΄λίγο' εξετάσεις, αφού παίζει και η επαφή μεταξύ διδασκομένου και διδάσκοντα, και συνήθως, όταν βλέπω ότι κάποιος ξέρει κάτι καλά, τον ενθαρρύνω να αρχίσει ή να τελειώσει μ'άυτό, που το θεωρώ δική του περίπου οπτική γωνία για να προσεγγίσει το σύνολο του μαθήματος. έτσι μια συζήτηση εκεί, πέραν της εξέτασης, μπορεί να γίνει εφαλτήριο γνώσης και για τον κκαθηγητή και για το φοιτητη.
ήρθε μια φοιτήτρια. όνομα δε θυμάμαι. μα θυμάμαι τη 'στιλπνότητά' της, από τις περασμένες εξετάσεις: ό,τι ερώτημα και να της θέσεις, ξέρει άμεσα να σου απαντήσει δομημένα και κατακάθαρα.
την άφησα να μιλήσει ελάχιστα. μια ερώτηση, και μετά δυο λέξεις σε δυο ερωτήσεις:
είπα και στους άλλους, και σ' αυτήν: δε σε χρειαζόμαστε εσένα για παραπάνω, το δέκα το έχεις στην τσέπη. τέλειωσαμε.
αυτή είναι τόσο ξεχωριστή που θα ήθελα πολύ να μάθει αραβικά, από ισπανίστρια που είναι, και να ασχοληθεί με ισπανο αραβικά....
φαίνεται να της ταιριάζει.
ήρθαν και κατι άλλες κοπελιές, κι αφού δεν ήξεραν ούτε τα πιο βασικά, μου είπαν, πόσο θα'θελαν να πάρουν ένα πέντε.
μια μάλιστα μου είπε:
δε φταίτε εσείς, εμείς φταίμε, ή φταίει η σχολή μας, που μας ζητά να πάρουμε μαθήματα επιλογής πέραν της ειδικότητάς μας!
ναι, έχετε δίκιο είπα, ένα μάθημα επιλογής που δε σας λέει τίποτα δε σας μορφώνει. λάθος μάθημα πήρατε. αλλά εγώ δε φταίω σε τίποτα. γιατί να πάρετε ένα μάθημα επιλογής που δε σας ενδιαφέρει, ή που δεν μπορείτε να παρακολουθήσετε, και το μόνο που θέλετε είναι ένας βαθμός για να το ξεφορτωθείτε...
αυτά.
θα γράψω κι άλλα. άλλοτε. τώρα θα μαγεικέψω. αχ, είμαι μια μα΄γισσα... καλό σκ σε όλους!
η πρώτη δλδ, πιάνει για ενάμισυ.
εμπειρία νούμερο 1.
χτες είχα επιτήρηση στο μάθημα γεωπολιτικής του κυρίου χ.
(δεν έχω ζητήσει την άδειά του, άρα δεν αναφέρω το όνομά του).
ήταν στον δεύτερο όροφο του τμήματος τουρκικών σπουδών, που είναι ένα μικρούλι κτήριο.
καταλάθος ανεβαίνω με το ασανσέρ στον πρώτο. κάθε όροφος έχει ουσιαστικά μια αίθουσα για φοιτητές αρκετά μεγάλη, κι ίσως κι ένα γραφείο.
η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική, που πραγματικά σου ερχόταν να ξεράσεις.
συγγνώμη που το λέω, αλλά έτσι ήταν. ανάμεσα στο ασανσέρ και την αίθουσα, στο μικρό σχετικά χ΄΄ωρο που υπήρχε, συνοστίζονταν όρθια τα παιδιά, περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα για να μπει μια τετράδα και να εξεταστεί προφορικά.
συνωστισμός. ένταση. πίεση. απαράδεκτες συνθήκες.
τα είδα κι έπαθα.
ρώτησα τι κάνουν εκεί, μου εξήγησαν, και τους είπα: γιατί δεν περιμένετε κάτω, με το καφεδάκι σας; να ανεβαίνει μια τετράδα να κάθεται έξω από την πόρτα, ΄να μπαίνει μόλις βγουν οι άλλοι, και όταν οι άλλοι κατεβαίνουν, να ανεβαίνει η επόμενη τετράδα. εδώ, δεν αναπνέετε ούτε καν σωστά! πώς θα μπείτε να έχετε όλα σας τα δυνατά για τις εξετάσεις; σας το λέω γιατί αυτό δεν είναι συνθήκες που τις αντέχετε. είναι κρίμα. κάντε αυτό που σας λέω μεταξύ σας.
αυτό τους είπα και ανέβηκα παραπάνω, γιατί όντως η αποπνικτική ατμόσφαιρα δε σε βάσταγε για πολύ εκεί.
άκουσα τότε μια φοιτήτρια να κοροϊδεύει: 'ναι, βλέπεις δε θα μας έρθει έμπνευση για να απαντήσουμε'.
θέμα επιπέδου, σκέφτηκα. ίσως και θέμα άγχους. αλλά εμμμένω και στο κοινωνικό επίπεδο, που φυσικά είναι δυνατότητα εντελώς προσωπική: μην τυχόν και κάποιος άλλος σου πάρει τη θέση (ποια θέση), δεν έχει σημασία, οι άθλιες συνθήκες της πονηριάς.
μετά ανέβηκα στην αίθουσα. ήρθε ο καθηγητής. δεν τον ένοιαζε αν ήταν δίπλα-δίπλα τα παιδιά ή όχι.
στην αρχή διερωτήθηκα.
μετά όμως κατάλαβα.
τους έβαλε να βάλουν στην άκρη του διαδρόμου οποιαδήποτε τσάντα κλπ, όπως συνήθως κάνω κι εγώ.
και μετά τους είπε: παιδιά, κυριλέ θέματα: σας δίνω τρία και γράφετε το ένα, τα έχουμε κάνει στο μάθημα, κανένα πρόβλημα.
και τους μοιράζει μια σελίδα. το κάθε θέμα ήταν μια αναφορά που έπιανε μια παράγραφο.
κανένας δε βρήκε το χρόνο να μπορεί να πληροφορεί τον άλλον ή να αντιγράφει.
απλά, δεν μπορούσε να γίνει.
όντως, κανείς δεν αντέγραφε, όλοι γράφανε ή δε γράφανε.
άρα, αυτός ο τύπος με δίδαξε πώς γίνεται να είναι καλή μια εξέταση με τρία μόνο θέματα.
γιατί εγώ μέχρι τώρα την έβρισκα περίπου άδικη, αφού αν έχεις διαβάσει κάτι και σου τυχαίνει, έχει καλώς, αλλιώς την έβαψες. και τα δύο θα μπορούσαν να είναι άδικα.
καθόμουν όρθια στην πίσω μεριά της αίθουσας και μου έκανε εντύπωση που ο τύπος ήρθε κοντά και μου είπε: παρακαλώ, πηγαίνετε να καθήσετε στην καρέκλα της έδρας, θα καθήσω εγώ όρθιος.
αρνήθηκα βέβαια, γιατί αυτός έπρεπε να είναι μπροστά, ώστε να είναι στη διάθεση των παιδιών. όμως κράτησα την ευγενική του στάση.
ο τύπος, αφού είδε ότι δεν πήγαινα μπροστά, ήρθε και μου είπε:
από μια βαθμίδα και μετά δεν πρέπει να καλούμε για να γίνονται επιτηρήσεις. έχετε κι αλλα πολλά να κάνετε.
του απήντησα: δεν πειράζει, είμαστε λίγοι, δε με νοιάζει καθόλου εμένα.
(έτσι μου προέκυψε το υπολοιπο μισό), από το ενάμισυ, να τώρα το υπόλοιπο:
΄΄εκανα επιτήρηση γιατί μου το ζήτησαν από τη γραμματεία του τμήματος όπου εργάζομαι. το βρήκα σωστό.
τη δευτέρα έχω εξετάσεις σε ένα συγκεκριμένο τμήμα. τα παιδιά είναι πολλά, και έχω δύο αμφιθέατρα. ε λοιπόν, αποφάσισα ότι δε θα καλέσω από μόνη μου κανέναν επιτηρητή.
μέχρι τώρα καλούσα φίλους: ο δερμιτζάκης, ο μανώλης, η μαίρη, ο τ΄΄ασος, η μαρία, όλοι τύποι που έχουν να κάνουν κάπως με το πανεπιστήμιο, αλλά τους οποίους κάθε φορά καλούσα ως φίλους. ακόμη και η ειρήνη γκόνου, εικαστικός, είχε επιτηρήσει για μένα, άπειρες φορες΄.
ε, λοιπόν φέτος, δε θα καλέσω σε προσωπικό επίπεδο κανέναν.
κι αν δεν υπάρχει επιτηρητής, θα δω τι θα σκαρφιστώ εκείνη τη στιγμή.
είναι άδικο, μερικούς να τους προσέχουν, κι άλλους να τους αφήνουν να κάνουν τον σαλτιμπάγκο!
πάει το ενάμισυ θέμα που έλεγα.
θέμα δεύτερο:
δημήτρης δημητρίου είναι ένας άνθρωπος που είναι φίλος μου, τον γνωρίζω από τις εξετάσεις που κάναμε κάποτε στο υπουργείο παιδείας, εγώ αραβικά κι αυτός τουρκικά, τώρα εγώ τα παράτησα γιατί δεν μπορούσα να έχω και αυτό στην πλάτη μου.
τώρα ο δημήτρης διδάσκει τουρκική γλώσσα στο τμήμα τουρκικών σπουδών.
τα παιδιά θεωρούν ότι είναι πολύ δύσκολος.
φεύγουμε χτες μαζί, από τις εξετάσεις, αυτός εξέταζε τουρκικά, και αφού συζητήσαμε, ζήτησα την άδειά του για να σας μεταφέρω τι είπαμε για τις εξετάσεις.
αυτός, που οι φοιτητές θεωρούν αυστηρό, μου είπε: θεωρώ τις εξετάσεις κπολύ άδικο πράμα. όταν έχεις ένα φοιτητ΄΄η μέσα στην τάξη, τον ξέρεις πολύ καλύτερα και είσαι πιο δίκαιος μαζί του αν τον βαθμολογήσεις από τη συμμετοχή και την όλη εικόνα του, παρά από δυο πράγματα που θα τύχουν στις εξετάσεις. έτσι είσαι άδικος. τι λες εσύ;
συμφώνησα μαζί του, και θαύμασα που ένας αυστηρός καθηγητής σκέφτεται έτσι.
μου είπε και κάτι άλλο: καθένας λέει από τους φοιτητές ξέρει πού βρίσκεται. θα πρέπει η γνώμη του καθηγητή να μη θεωρείται άδικη από το φοιτητή. τότε είναι πραγματικά σωστή.
βρήκα αυτά που μου είπε πολύ θετικά και ενδιαφέρονται και σας τα παραθέττω, ίσως με το δικό μου τρόπο, αλλά του είπα ότι γράφω αυτό τον καιρό γι' αυτά και να μου το επ8τρέπει, θα γράψω τις πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις του. διδάσκει γλώσσα.
το νούμερο τρία που θα σας πω είναι ότι εχτές είχα εγώ, για τα δικά μου μαθήματα, προφορικές εξετάσεις.
προτιμώ τις δπροφορικές εξετάσεις, γιατί είναι πιο ΄λίγο' εξετάσεις, αφού παίζει και η επαφή μεταξύ διδασκομένου και διδάσκοντα, και συνήθως, όταν βλέπω ότι κάποιος ξέρει κάτι καλά, τον ενθαρρύνω να αρχίσει ή να τελειώσει μ'άυτό, που το θεωρώ δική του περίπου οπτική γωνία για να προσεγγίσει το σύνολο του μαθήματος. έτσι μια συζήτηση εκεί, πέραν της εξέτασης, μπορεί να γίνει εφαλτήριο γνώσης και για τον κκαθηγητή και για το φοιτητη.
ήρθε μια φοιτήτρια. όνομα δε θυμάμαι. μα θυμάμαι τη 'στιλπνότητά' της, από τις περασμένες εξετάσεις: ό,τι ερώτημα και να της θέσεις, ξέρει άμεσα να σου απαντήσει δομημένα και κατακάθαρα.
την άφησα να μιλήσει ελάχιστα. μια ερώτηση, και μετά δυο λέξεις σε δυο ερωτήσεις:
είπα και στους άλλους, και σ' αυτήν: δε σε χρειαζόμαστε εσένα για παραπάνω, το δέκα το έχεις στην τσέπη. τέλειωσαμε.
αυτή είναι τόσο ξεχωριστή που θα ήθελα πολύ να μάθει αραβικά, από ισπανίστρια που είναι, και να ασχοληθεί με ισπανο αραβικά....
φαίνεται να της ταιριάζει.
ήρθαν και κατι άλλες κοπελιές, κι αφού δεν ήξεραν ούτε τα πιο βασικά, μου είπαν, πόσο θα'θελαν να πάρουν ένα πέντε.
μια μάλιστα μου είπε:
δε φταίτε εσείς, εμείς φταίμε, ή φταίει η σχολή μας, που μας ζητά να πάρουμε μαθήματα επιλογής πέραν της ειδικότητάς μας!
ναι, έχετε δίκιο είπα, ένα μάθημα επιλογής που δε σας λέει τίποτα δε σας μορφώνει. λάθος μάθημα πήρατε. αλλά εγώ δε φταίω σε τίποτα. γιατί να πάρετε ένα μάθημα επιλογής που δε σας ενδιαφέρει, ή που δεν μπορείτε να παρακολουθήσετε, και το μόνο που θέλετε είναι ένας βαθμός για να το ξεφορτωθείτε...
αυτά.
θα γράψω κι άλλα. άλλοτε. τώρα θα μαγεικέψω. αχ, είμαι μια μα΄γισσα... καλό σκ σε όλους!
Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009
για τις διάφορες προσωπικές εξετάσεις. αφιερωμένο στον τάιλερ.1.
δλδ, του υποσχέθηκα πως θέλω να μιλήσω για τις εξετάσεις στο σχολείο, όποιας βαθμίδας.
γιατί με καίνε και σκέφτηκα, πριν μιλήσω για το στάδιο που είμαι τώρα, από πού βλέπω τις εξετάσεις, ως καθηγήτρια,
ας θυμηθώ καλύτερα τις δικές μου εφιαλτικές εξετάσεις.
και μετά,
σκεπτόμενη αυτό, κατάλαβα ότι αυτό με το οποίο μέμφομαι τις εξετάσεις, δεν είναι το περιβάλλον ή το πώς γίνονται, ή η αδικία (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟ ΠΡΑΜΑ ΤΗΝ ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΣΤΗ ΜΑΠΑ ΚΙ ΙΣΩΣ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΕΧΩ ΑΔΙΚΗΣΕΙ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ, ΌΛΟΙ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΖΑΝΙ ΒΡΑΖΟΥΜΕ)
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΩΡΩ ΠΟΛΥ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟ
ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ
Η ΑΛΛΑΓΗ ΡΟΛΩΝ.
ΈΤΣΙ ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ,
όπου, ένας άνθρωπος, ο γιατρός ή ο νοσοκόμος, παίρνουν ρόλο αφ' υψηλού, σε κοιτάνε σαν παράξενο μυρμήγκι.
δεν γίνεται πάντα, αλλά δεν είναι ανθρώπινο.
έστω κι αν το κουβεντιάζαμε και μερικές φορές είναι αναγκαίο, όπως έλεγε ένας υπέροχος γιατρός στο συνέδριο εντατικολογίας που είχα μιλήσει. αυτός ήταν διευθυντής για χρόνια σε μια από τις εντατικές του αγίου σάββα, και έλεγε ότι όντως 'σας βλέπουμε σα σακούλια με πατάτες' -η έκφραση είναι δική μου- γιατί όταν ένας άνθρωπος έρχεται αμίλητος ακούνητος αγέλαστος στην εντατική, αδύνατον να σκεφτείς ανθρώπινα. θα σκεφτείς καθαρά επιστημονικά για να μη χάσεις τίποτα απ' όσα πρέπει να κάνεις με σκοπό να σώσεις αυτό το σακούλι με πατάτες που σου έρχεται.
όταν όμως είσαι φέις του φέις με κάποιον που σου μιλά και του μιλάς,
είναι αλλιώς.
σκέψου λίγο ότι αυτόν τον μαθητή τον είχες απέναντί σου, του μιλούσες, του γκρίνιαζες ή του χαμογέλαγες, και κάτι προσπαθούσεες να κάνεις με δαύτον, όπως ένας ας πούμε υδραυλικός πάει να βγάλει το ψωμί του μ' ΄΄ενα σωλήνα και νερό. (μην πω και τίποτα χειρότερο, αλλά επιλογή του είναι, σχεδόν!!!). ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΟΥ ΕΤΣΙ.
ΕΓΩ ΕΊΜΑΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΗ, ΓΙΑΤΊ ΔΕ ΒΓΆΖΩ ΤΟ ΨΩΜΊ ΜΟΥ ΣΤΡΑΒΩΝΟΝΤΑς ΣΩΛΗΝΕΣ, ΑΛΛΆ ΜΕ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΡΥΤΙΔΕΣ.
ΔΛΔ ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΤΥΧΕΡΗ
(παιδιά, αστείο είναι, αλλά πέρασα αρκετή ώρα για να γράψω αυτή τη μικρή πρόταση, ΄'δλδ είμαι τόσο τυχερη', ξέρετε γιατί; γιατί συγκινήθηκα όχι με δάκρυα, αλλά μέσα μου, και τα έγραφα όλα ανάποδα, δηλαδή περίπου ειλικρινά, όπως ε΄ναι μέσα μου, σαν χαρούμενος αγριόκηπος με όλα ανακατεμένα)
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΡΥΤΙΔΕΣ΄, ΔΛΔ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΑ ΑΠΟ ΜΑΣ.
ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΨΥΧΙΚΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ
ΕΝΩ ΟΙ ΡΥΤΙΔΕΣ ΔΕ ΦΕΥΓΟΥΝ, έχουν λίγο θάνατο, κι όλα κινούνται λιγότερο μ' εμάς τους μεγαλύτερους. αρα το να έχεις να κάνεις με παιδιά είναι ένας πλούτος για τον οποίο χρωστάς ευγνωμοσύνη στο θεό και σε όλο το σύμπαν.
και μετά εσύ γίνεσαι χωροφύλακας, αντί για καθηγητής...
έχει συζήτηση το πράγμα αλλά πρέπει να φύγω, μίλαγα και με το παιδί της ανοιχτής θαλασσας, η οποία βεβαίως βεβαίως είναι τέτοιο πλάσμα: δλδ πολύ πιο ζωντανό από μένα.
καλημέρα,
............................................... χα χα χα (συνεχίζεται)
γιατί με καίνε και σκέφτηκα, πριν μιλήσω για το στάδιο που είμαι τώρα, από πού βλέπω τις εξετάσεις, ως καθηγήτρια,
ας θυμηθώ καλύτερα τις δικές μου εφιαλτικές εξετάσεις.
και μετά,
σκεπτόμενη αυτό, κατάλαβα ότι αυτό με το οποίο μέμφομαι τις εξετάσεις, δεν είναι το περιβάλλον ή το πώς γίνονται, ή η αδικία (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟ ΠΡΑΜΑ ΤΗΝ ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΣΤΗ ΜΑΠΑ ΚΙ ΙΣΩΣ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΕΧΩ ΑΔΙΚΗΣΕΙ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ, ΌΛΟΙ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΖΑΝΙ ΒΡΑΖΟΥΜΕ)
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΩΡΩ ΠΟΛΥ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟ
ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ
Η ΑΛΛΑΓΗ ΡΟΛΩΝ.
ΈΤΣΙ ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ,
όπου, ένας άνθρωπος, ο γιατρός ή ο νοσοκόμος, παίρνουν ρόλο αφ' υψηλού, σε κοιτάνε σαν παράξενο μυρμήγκι.
δεν γίνεται πάντα, αλλά δεν είναι ανθρώπινο.
έστω κι αν το κουβεντιάζαμε και μερικές φορές είναι αναγκαίο, όπως έλεγε ένας υπέροχος γιατρός στο συνέδριο εντατικολογίας που είχα μιλήσει. αυτός ήταν διευθυντής για χρόνια σε μια από τις εντατικές του αγίου σάββα, και έλεγε ότι όντως 'σας βλέπουμε σα σακούλια με πατάτες' -η έκφραση είναι δική μου- γιατί όταν ένας άνθρωπος έρχεται αμίλητος ακούνητος αγέλαστος στην εντατική, αδύνατον να σκεφτείς ανθρώπινα. θα σκεφτείς καθαρά επιστημονικά για να μη χάσεις τίποτα απ' όσα πρέπει να κάνεις με σκοπό να σώσεις αυτό το σακούλι με πατάτες που σου έρχεται.
όταν όμως είσαι φέις του φέις με κάποιον που σου μιλά και του μιλάς,
είναι αλλιώς.
σκέψου λίγο ότι αυτόν τον μαθητή τον είχες απέναντί σου, του μιλούσες, του γκρίνιαζες ή του χαμογέλαγες, και κάτι προσπαθούσεες να κάνεις με δαύτον, όπως ένας ας πούμε υδραυλικός πάει να βγάλει το ψωμί του μ' ΄΄ενα σωλήνα και νερό. (μην πω και τίποτα χειρότερο, αλλά επιλογή του είναι, σχεδόν!!!). ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΟΥ ΕΤΣΙ.
ΕΓΩ ΕΊΜΑΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΗ, ΓΙΑΤΊ ΔΕ ΒΓΆΖΩ ΤΟ ΨΩΜΊ ΜΟΥ ΣΤΡΑΒΩΝΟΝΤΑς ΣΩΛΗΝΕΣ, ΑΛΛΆ ΜΕ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΡΥΤΙΔΕΣ.
ΔΛΔ ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΤΥΧΕΡΗ
(παιδιά, αστείο είναι, αλλά πέρασα αρκετή ώρα για να γράψω αυτή τη μικρή πρόταση, ΄'δλδ είμαι τόσο τυχερη', ξέρετε γιατί; γιατί συγκινήθηκα όχι με δάκρυα, αλλά μέσα μου, και τα έγραφα όλα ανάποδα, δηλαδή περίπου ειλικρινά, όπως ε΄ναι μέσα μου, σαν χαρούμενος αγριόκηπος με όλα ανακατεμένα)
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΡΥΤΙΔΕΣ΄, ΔΛΔ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΑ ΑΠΟ ΜΑΣ.
ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΨΥΧΙΚΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ
ΕΝΩ ΟΙ ΡΥΤΙΔΕΣ ΔΕ ΦΕΥΓΟΥΝ, έχουν λίγο θάνατο, κι όλα κινούνται λιγότερο μ' εμάς τους μεγαλύτερους. αρα το να έχεις να κάνεις με παιδιά είναι ένας πλούτος για τον οποίο χρωστάς ευγνωμοσύνη στο θεό και σε όλο το σύμπαν.
και μετά εσύ γίνεσαι χωροφύλακας, αντί για καθηγητής...
έχει συζήτηση το πράγμα αλλά πρέπει να φύγω, μίλαγα και με το παιδί της ανοιχτής θαλασσας, η οποία βεβαίως βεβαίως είναι τέτοιο πλάσμα: δλδ πολύ πιο ζωντανό από μένα.
καλημέρα,
............................................... χα χα χα (συνεχίζεται)
Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009
θέλω να τρέξω.
όμως, έχω χοντρύνει.
πρόπερσι μια κυρία έχασε σε κεντρικό δρόμο την τσάντα της, άνοιξα την πόρτα του ταξί και της την έδωσα, γύρισα αμέσως, ούτε γάτα ούτε ζημιά.
- τι ευλυγισία είναι αυτή, είπε ο ταξιτζής. είσαστε πολύ νέα βέβαια.
χοντρό κομπλιμέντο και λιγο πραγματικό, δε φαινόταν να λέει ψέμματα έστω κι αν αυτό που έλεγε δεν ήταν αλήθεια.
πέρσι έσπασα το πόδι μου και αποφάσισα να γεράσω.
με κατέβαλε όχι μόνο το δύσκολο σπάσιμο, αλλά κυρίως η βλακεία μου: μετά μεγάλης αιδούς, σας λέω ότι έπεσα από μύλο παιδικής χαράς από όπου πήδηξα με την όπισθεν, και εν κινήσει ο μύλος, και βρήκα ένα βαθούλωμα και ο αστράγαλος τώρρα έχει 7 βίδες και μια λάμα, κανονικό μεκανό.
η βλακεία με γέρασε.
όπως ίσως με απομάκρυναν από τη ζωή και οι ευρωεκλογές, λόγω της απίστευτης μαλακίας που πήγα και ψήφισα. το 'χω πει στον αδελφό μου, και συφιλιάστηκε, σε μια φίλη που την πάγωσε, σε μια άλλη που έβαλε τα γέλια, και φυσικά στην ψυχίατρό μου την αλέκα, που έμεινε όντως κάγκελο.
ήθελα κι εγώ να είμαι όπως το κόμμα που ψήφισα. για φτύσιμο, αλλά να μη με φτύνουν. όπως αυτούς.
αφού γέρασα, πρέπει να τρέξω.
να προλάβω να πάρω το λεωφορείο που περνάει από τη στάση μια απρόβλεπτη ώρα για το περβόλι τ' ουρανού.
πριν πάρω το λεωφορείο, θέλω να προλάβω να γράψω όλες τις βλακείες που έχω στο κεφάλι μου.
αυτό είναι άκρως εγωιστικό.
όποιο άλλοθι και να παίρνει, τύπου 'είμαι τυχερή' κλπ.
και οι ιδέες μπόρούν ΄να γίνουν χώμα.
άλλωστε, είναι.
ένας δρόμος σαλιγκαριού.
πρόπερσι μια κυρία έχασε σε κεντρικό δρόμο την τσάντα της, άνοιξα την πόρτα του ταξί και της την έδωσα, γύρισα αμέσως, ούτε γάτα ούτε ζημιά.
- τι ευλυγισία είναι αυτή, είπε ο ταξιτζής. είσαστε πολύ νέα βέβαια.
χοντρό κομπλιμέντο και λιγο πραγματικό, δε φαινόταν να λέει ψέμματα έστω κι αν αυτό που έλεγε δεν ήταν αλήθεια.
πέρσι έσπασα το πόδι μου και αποφάσισα να γεράσω.
με κατέβαλε όχι μόνο το δύσκολο σπάσιμο, αλλά κυρίως η βλακεία μου: μετά μεγάλης αιδούς, σας λέω ότι έπεσα από μύλο παιδικής χαράς από όπου πήδηξα με την όπισθεν, και εν κινήσει ο μύλος, και βρήκα ένα βαθούλωμα και ο αστράγαλος τώρρα έχει 7 βίδες και μια λάμα, κανονικό μεκανό.
η βλακεία με γέρασε.
όπως ίσως με απομάκρυναν από τη ζωή και οι ευρωεκλογές, λόγω της απίστευτης μαλακίας που πήγα και ψήφισα. το 'χω πει στον αδελφό μου, και συφιλιάστηκε, σε μια φίλη που την πάγωσε, σε μια άλλη που έβαλε τα γέλια, και φυσικά στην ψυχίατρό μου την αλέκα, που έμεινε όντως κάγκελο.
ήθελα κι εγώ να είμαι όπως το κόμμα που ψήφισα. για φτύσιμο, αλλά να μη με φτύνουν. όπως αυτούς.
αφού γέρασα, πρέπει να τρέξω.
να προλάβω να πάρω το λεωφορείο που περνάει από τη στάση μια απρόβλεπτη ώρα για το περβόλι τ' ουρανού.
πριν πάρω το λεωφορείο, θέλω να προλάβω να γράψω όλες τις βλακείες που έχω στο κεφάλι μου.
αυτό είναι άκρως εγωιστικό.
όποιο άλλοθι και να παίρνει, τύπου 'είμαι τυχερή' κλπ.
και οι ιδέες μπόρούν ΄να γίνουν χώμα.
άλλωστε, είναι.
ένας δρόμος σαλιγκαριού.
ένα άχρηστο δώρο
ένα πολύ σημαντικό άχρηστο δώρο.
και πώς γίνεται να είναι σημαντικό ενώ είναι άχρηστο;
μα ακριβώς γι' αυτό, άπό πρώτης άποψης, δλδ σου δείχνει από μόνο του ότι είναι άχρηστο για σένα. άρα τοποθετείσαι απέναντί του έτσι, κι αφού ξεπεράσεις αυτό το 'άχρηστο' (δεν τρώγεται, δεν πίνεται, δεν το ένα δεν το άλλο κλπ κλπ)
αρχίζεις και σκέφτεσαι πόσα άχρηστα πράματα κάνεις εσύ.
σημαίνει λοιπόν, σε ανασύρει όρθιο μπροστά στη σκέψη σου, και η σκέψη σου παίζει ένα παράξενο πάρε-δώσε με συμβολισμούς και μνήμες΄.
χτες βρέθηκα στο σπίτι ενός φίλου.
ένα πανέμορφο μεγάλο σπίτι για οικογένεια, με φωτο και ταχτοποίηση, πολύ όμορφο. και με καλούς ανθρώπους, αν κι εγώ ξέρω μόνο τον έναν,
σε μια φάση βλέπω ένα σκυλάκι στο μπαλκόνι. ρωτάω: μήπως μπορώ να ανοίξω;
κι αφού η απάντηση ήταν ναι, ανοίγω στον όσκαρ.
όσκαρ ήταν το κόκκερ που από μόνο του μάλλον κάνει παντού χαρούλες, αλλά του έκανα κι εγω, και γίναμε φίλοι!
αφού μου κατούρησε μάλιστα και το ένα πόδι, και έτρεχα στις ξένες μπανιέρες να πλυθώ, και σώνει και καλά ο σκύλος ήθελε να χορέψουμε ταγκό, αλλά εγώ ντρεπόμουνα και δεν ενέδιδα, ο σκύλος, για να με πείσει, ήρθε εκεί κοντά στη βιβλιοθήκη που ήμουν και κοίταζα, και βάζει ακριβώς στα πόδια μου
ΈΝΑ ΚΟΚΚΑΛΟ!!!!
ένα πραγματικό κόκκαλο, όχι κανένα παιχνίδι!
το βρήκα πολύ συγκινητικό,
και είπα στον οικοδεσπότη: κοίτα! ο σκύλος σας μου έφερε το κόκκαλό του! δεν το πιστεύω!
- θα το φας; με ρώτησε εκείνος ενθουσιασμένος.
δε νομίζω του είπα.
αλλά όπως καταλαβαίνετε, ήταν ένα άχρηστο σημαντικότατο δώρο.
αυτό το σκυλάκι ήθελε να μοιραστεί μαζί μου το μεζεδάκι του,
συγκινήθηκα, ένιωσα όχι παρείσακτη απέναντί του.
κι όπως καταλαβαίνετε, αυτό το δώρο, μόνο άχρηστο δεν ήταν...
:)
και πώς γίνεται να είναι σημαντικό ενώ είναι άχρηστο;
μα ακριβώς γι' αυτό, άπό πρώτης άποψης, δλδ σου δείχνει από μόνο του ότι είναι άχρηστο για σένα. άρα τοποθετείσαι απέναντί του έτσι, κι αφού ξεπεράσεις αυτό το 'άχρηστο' (δεν τρώγεται, δεν πίνεται, δεν το ένα δεν το άλλο κλπ κλπ)
αρχίζεις και σκέφτεσαι πόσα άχρηστα πράματα κάνεις εσύ.
σημαίνει λοιπόν, σε ανασύρει όρθιο μπροστά στη σκέψη σου, και η σκέψη σου παίζει ένα παράξενο πάρε-δώσε με συμβολισμούς και μνήμες΄.
χτες βρέθηκα στο σπίτι ενός φίλου.
ένα πανέμορφο μεγάλο σπίτι για οικογένεια, με φωτο και ταχτοποίηση, πολύ όμορφο. και με καλούς ανθρώπους, αν κι εγώ ξέρω μόνο τον έναν,
σε μια φάση βλέπω ένα σκυλάκι στο μπαλκόνι. ρωτάω: μήπως μπορώ να ανοίξω;
κι αφού η απάντηση ήταν ναι, ανοίγω στον όσκαρ.
όσκαρ ήταν το κόκκερ που από μόνο του μάλλον κάνει παντού χαρούλες, αλλά του έκανα κι εγω, και γίναμε φίλοι!
αφού μου κατούρησε μάλιστα και το ένα πόδι, και έτρεχα στις ξένες μπανιέρες να πλυθώ, και σώνει και καλά ο σκύλος ήθελε να χορέψουμε ταγκό, αλλά εγώ ντρεπόμουνα και δεν ενέδιδα, ο σκύλος, για να με πείσει, ήρθε εκεί κοντά στη βιβλιοθήκη που ήμουν και κοίταζα, και βάζει ακριβώς στα πόδια μου
ΈΝΑ ΚΟΚΚΑΛΟ!!!!
ένα πραγματικό κόκκαλο, όχι κανένα παιχνίδι!
το βρήκα πολύ συγκινητικό,
και είπα στον οικοδεσπότη: κοίτα! ο σκύλος σας μου έφερε το κόκκαλό του! δεν το πιστεύω!
- θα το φας; με ρώτησε εκείνος ενθουσιασμένος.
δε νομίζω του είπα.
αλλά όπως καταλαβαίνετε, ήταν ένα άχρηστο σημαντικότατο δώρο.
αυτό το σκυλάκι ήθελε να μοιραστεί μαζί μου το μεζεδάκι του,
συγκινήθηκα, ένιωσα όχι παρείσακτη απέναντί του.
κι όπως καταλαβαίνετε, αυτό το δώρο, μόνο άχρηστο δεν ήταν...
:)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)