Να με λες Παλαιστίνη
Στέκει ανάμεσα στα ρολόγια των
αεροδρομίων
Σε ώρες ανύπαρκτες αγκιστρωμένη.
Εδώ της φαντασίας ο εξώστης,
εκεί, της προδοσίας η προσμονή, πόνος στο χωρισμό.
Τελείωσε. Δώσε τα έγγραφα στα
χέρια του τελώνη, κι αυτός θα σκίσει τα χαρτιά, θα σκαρφαλώσει στο δέντρο για
να φωνάξει :
Ένα διαστημόπλοιο για το άγνωστο
ή πόλος όνου και το πάθος εκούσιο και ο πόνος του όπλου για τους μικρούς. Τη
Ναζαρέτ τη σταυρώσανε σήμερα. Το δέντρο του τελώνη, όμως, εκεί είναι,
αμερικάνος ανέβηκε; Τι είδε; Ποιόν σκοτώσαν στη τζενίν; Σιωπή, κανέναν,
κανέναν.
Αμερικάνος. Εγώ σικελός
μετανάστης πλούσιος, εσύ σύριος κι ας είναι λάθος, αυτός κύριος, εγώ κανένας.
Είμαι αγκαλιά για τα νεκρά μωρά
σας, όγκος για τους ακροβολιστές σας, πέτρα για τα κλάματα των εβραίων. Ναι,
πέτρα για πένθος και κορμί για θάνατο. Κι ερωτεύομαι, αφημένη σε ξένες ώρες,
και περιμένω, τι;
Θα δεις της προσμονής την
προδοσία που ωριμάζει σαν καρπός: στων πληγών τους τα σχήματα δίνουν απάντηση
τα σημάδια του αύριο. Αύριο ειρήνη, αύριο. Το σώμα όμως αναμοχλεύει της δίψας
το κράτος
Και μια λαμπάδα για την ανάσταση
τρεμοσβήνει χαρούμενη.
Όσο γι’ αυτήν, όσο για μένα,
μένω σ’ ένα πρώτον όροφο στριμωγμένη μαζί μ’ ένα αεροπλάνο, μ’ ένα τρομοκράτη
κι ένα βιβλίο
Τρώω τοίχους και σπόρους σαν
τρωκτικό, τρομάζω σε κάθε θόρυβο μηχανής που πλησιάζει, αίμα το βλέμμα μου,
αίμα ο πόθος μου, αίμα η πατρίδα μου. Είμαι κοπέλα και με λένε Παλαιστίνη,
είμαι γυναίκα και με λένε Ελένη, είμαι ανάμνηση, και με λένε σιωπή που δε
μπορεί να ξεχάσει.
Ο θόρυβος τέλειωσε. Τις
ημερομηνίες τις ξέρω τώρα απέξω. Τις κρεμάω στο τεράστιο χέρι σου ελευθερία,
τις ξαναβρίσκω στο παγωμένο τους βλέμμα. Αν δεν τους θάψεις, θα σε κοιτάνε για
πάντα, στο χρηματιστήριο και στα σχολεία, στις επίσημες ανακοινώσεις θα
κρέμονται για να εμποδίζουν την ανάγνωση, στις εξέδρες θα καταστρέφουν τις
σκάλες.
Είναι μάτια παγωμένα στα
ενδιάμεσα του καιρού, είναι χέρια σταυρωμένα στις πόρτες της απελπισίας. Η ώρα
της αγοράς έληξε. Βρήκα αγριόχορτα, που ξέφυγαν από προηγούμενο ποίημα,
γλυκοπατάτες που είχαν σαπίσει σε δρόμο των Άνδεων. Εδώ, στη βηθλεέμ, βρήκα και
ψάρια, που τρων οι χριστιανοί όταν θάβουν νεκρούς.
Πειράζει που είμαι γυναίκα και
με λένε Παλαιστίνη, Μαρία ή Μουχάμαντ; Ο τελώνης υπολογίζει το βάρος των
αμαρτιών του πάνω στο δέντρο, κι ο μαύρος με την κομμένη γλώσσα κοιτάζει τον
κόσμο σα χαμένος. Μα ποιος γεννήθηκε στη βηθλεέμ και φυλακίσαν και τις πόρτες
ακόμη, και τις πέτρες ακόμη;
Πάντως όχι ο θάνατος, όχι ο
θάνατος.
Συχώρα με, κι ας είναι ερωτικό
το ποίημα.
2002-04-27
δημοσιευμένο στο abttha.blogspot.com, e-missos.gr, al-quds, φλύα,
παναιγύπτια
2 σχόλια:
υπέροχη ανάρτηση.
[ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς το περιεχόμενό της-
όμως το γεγονός ότι σκεφτόμαστε και αντιδράμε με όποιο μέσο μας άφησαν αυτοί,είναι σημαντικό. πονάω που σκέφτομαι πόσες ψυχές χάνονται άδικα σε ατέρμονους πολέμους υποκινούμενους από την μεγάλη δίψα του ανθρώπου για δύναμη,εξουσία,ισχύ..μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η ανθρώπινη κτηνωδία;! ποια είναι τα όριά της; υπάρχουν όρια; φοβάμαι,φοβάμαι πολύ.. φοβάμαι για όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα..μα ακόμη περισσότερο φοβάμαι για όσα πρόκειται να έρθουν.]
καλή σας νύχτα..
δεν έχει τέλος η βία πριν το τέλος.
αλλά και πέρα από το τέλος, υπάρχει το έλεος και το μεγαλείο της αγάπης...
Δημοσίευση σχολίου