έβαλα αυτόν τον τίτλο πριν αρχίσω να γράφω. είναι ο τίτλος που βρήκα χαζεύοντας στο μπλογκ ενός από τους ηλεκτρονικούς φίλους, ανθρώπους μου αγαπημένους, που ανήκουν στο χώρο του διαδικτύου, που τους γνώρισα και τους συναναστράφηκα κυρίως από δω, το προσωπικό μαύρο κουτί μου.
ο αγαπημένος μου μοναχικός ^&* πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, και να που το προσωπικό του μπλογκ, έφερε, τελευταία ανάρτηση, ένα δικό του ποίημα, με τίτλο 'ο θάνατος'.
ο αντώνης, έτσι τον έλεγαν, πέθανε.
εμείς;
ε λοιπόν, εμείς ή ζούμε, ή πρέπει να πω: εμείς δεν ξέρω...
το 1971, στο βέλγιο, στη βροχερή και χειμωνιάτικη λουβαίν, ένας ΧΧΧ χτυπούσε τη γυναίκα του. για να γλυτώσει εκείνη, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
περνούσε ένα νοσοκομειακό από κεί. το νοσοκομειακό περίμενε γιατί η γυναίκα, που στη βιασύνη της έπεσε στη μέση του δρόμου, έπρεπε να σηκωθεί. ο ΧΧΧ έτρεξε ξωπίσω της, τη σήκωσε και συνέχισε να τη χτυπά! το νοσοκομειακό περίμενε -απλώς- να αδειάσει ο δρόμος να περάσει!
η μάνα μου, που δεν μπορούσε να συνεννοηθεί, έφριξε. χτύπησε το τζάμι του νοσοκομειακού.
ο οδηγός την κοίταξε, σήκωσε τους ώμους του για να καταλάβει η μάνα μου τι της έλεγε, περίπου ας πού΄με: 'τι να γίνει; δεν μπορώ να κάνω τίποτε'.
φρίκη. έχω ζήσει κι άλλες τέτοιες αδιάφορες στιγμές στην ευρώπη. μπορεί να σας τις διηγηθώ κάποτε, είναι μαθήματα ζωής.
τώρα όμως, με αυτόν τον τίτλο θα σας πω τι συνέβη σε εμένα, που -κακό σκυλί ψόφο δεν έχει- είμαι ζωντανή.
λοιπόν, την παρασκευή είχα οργανώσει στη φιλοσοφική μια διάλεξη. ένας παλιός βέλγος συμφοιτητής μου, που έχει αναδειχθεί σε ερευνητή της ιστορίας της ιατρικής, ήλθε στην ελλάδα, κι ειχε την καλοσύνη να έρθει να μιλήσει στους φοιτητές μου για την ιατρική παράδοση από την αρχαία ελλάδα, το βυζάντιο και τους άραβες. το άγχος μου ήταν μεγάλο, να αποκομίσουν οι ακούοντες τα περισσότερα, να ικανοποιηθεί κι ο φιλοξενούμενος.
όλα πήγαν καλά. με πλαισίωσαν με αλήθεια και ευγένεια οι περισσότεροι εκ των φοιτητών μου, που κουράστηκαν κιόλας για να βοηθήσουν.
ένας μόνο φοιτητής -και ο αλαίν, ο βέλγος ομιλητής, κι εγώ προσέξαμε πως το μόνο που έκανε καθόλη τη διάλεξη ήταν να γράφει μηνύματα στο κινητό του... χα χα χα.
έφυγα από την εκδήλωση-μάθημα ευχαριστημένη πολύ! το πολύ οφείλεται στην ευγένεια του κοινού. φοιτητές και άλλοι, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους. δόξα τω θεώ.
είχα όμως μετά ένα ραντεβού πάλι πανεπιστημιακό.
τρέχοντας, έπεσα, με τα 59 ακριβώς χρόνια μου, και την τσάντα με τον υπολογιστή μου, χτύπησα το γόνατό μου, ακριβώς στην έξοδο-είσοδο της φιλοσοφικής. περνούσε κόσμος, πολύς, η ώρα ήταν περίπου 1 το μεσημέρι. πρώτος στο οπτικό μου πεδίο ήταν ένας νέος γύρω στα 30 με το κινητό του στο αυτί. φαντάστηκα ότι θα με βοηθούσε.
το είχα ανάγκη.
πέρασε χωρίς να γυρίσε καν να με κοιτάξει.
μπορεί να μη με είδε.
μα ήμουν μπροστά του.
μη σας τα πολυλογώ. ντρέπομαι. μα δε βοήθησε κανείς!!!
πώς γίνεται; με μισούν;
όχι βέβαια!
τότε; γιατί;
ντράπηκα και λυπήθηκα.
σίγουρα θα μπορούσε η ιστορία να έχει συμβεί διαφορετικά, να έρθουν πολλοί να βοηθήσουν.
γιατί κανείς δε βοήθησε;
το κανείς σήμαινε κάποια λεπτά, γιατί υπάρχουν και κάποια θεματάκια υγείας, ένα σπασμένο πόδι, ένα άδειο κεφάλι, και δεν ήταν εύκολο για μένα να σηκωθώ.
σα να λέμε, αφού ο πρώτος τυχών δε στράφηκε να βοηθήσει, οι άλλοι, απλώς (απλώς; ) ακολούθησαν.
και τότε σκέφτηκα σα δασκάλα: τι μαθαίνουμε στα παιδιά μας; την επανάληψη, την υπακοή στη μη-σκέψη, τη βουβαμάρα, το διάβασμα για την πάρτη του καθενός. ναι;
ξέρω-γω;
ο αγαπημένος μου μοναχικός ^&* πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, και να που το προσωπικό του μπλογκ, έφερε, τελευταία ανάρτηση, ένα δικό του ποίημα, με τίτλο 'ο θάνατος'.
ο αντώνης, έτσι τον έλεγαν, πέθανε.
εμείς;
ε λοιπόν, εμείς ή ζούμε, ή πρέπει να πω: εμείς δεν ξέρω...
το 1971, στο βέλγιο, στη βροχερή και χειμωνιάτικη λουβαίν, ένας ΧΧΧ χτυπούσε τη γυναίκα του. για να γλυτώσει εκείνη, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
περνούσε ένα νοσοκομειακό από κεί. το νοσοκομειακό περίμενε γιατί η γυναίκα, που στη βιασύνη της έπεσε στη μέση του δρόμου, έπρεπε να σηκωθεί. ο ΧΧΧ έτρεξε ξωπίσω της, τη σήκωσε και συνέχισε να τη χτυπά! το νοσοκομειακό περίμενε -απλώς- να αδειάσει ο δρόμος να περάσει!
η μάνα μου, που δεν μπορούσε να συνεννοηθεί, έφριξε. χτύπησε το τζάμι του νοσοκομειακού.
ο οδηγός την κοίταξε, σήκωσε τους ώμους του για να καταλάβει η μάνα μου τι της έλεγε, περίπου ας πού΄με: 'τι να γίνει; δεν μπορώ να κάνω τίποτε'.
φρίκη. έχω ζήσει κι άλλες τέτοιες αδιάφορες στιγμές στην ευρώπη. μπορεί να σας τις διηγηθώ κάποτε, είναι μαθήματα ζωής.
τώρα όμως, με αυτόν τον τίτλο θα σας πω τι συνέβη σε εμένα, που -κακό σκυλί ψόφο δεν έχει- είμαι ζωντανή.
λοιπόν, την παρασκευή είχα οργανώσει στη φιλοσοφική μια διάλεξη. ένας παλιός βέλγος συμφοιτητής μου, που έχει αναδειχθεί σε ερευνητή της ιστορίας της ιατρικής, ήλθε στην ελλάδα, κι ειχε την καλοσύνη να έρθει να μιλήσει στους φοιτητές μου για την ιατρική παράδοση από την αρχαία ελλάδα, το βυζάντιο και τους άραβες. το άγχος μου ήταν μεγάλο, να αποκομίσουν οι ακούοντες τα περισσότερα, να ικανοποιηθεί κι ο φιλοξενούμενος.
όλα πήγαν καλά. με πλαισίωσαν με αλήθεια και ευγένεια οι περισσότεροι εκ των φοιτητών μου, που κουράστηκαν κιόλας για να βοηθήσουν.
ένας μόνο φοιτητής -και ο αλαίν, ο βέλγος ομιλητής, κι εγώ προσέξαμε πως το μόνο που έκανε καθόλη τη διάλεξη ήταν να γράφει μηνύματα στο κινητό του... χα χα χα.
έφυγα από την εκδήλωση-μάθημα ευχαριστημένη πολύ! το πολύ οφείλεται στην ευγένεια του κοινού. φοιτητές και άλλοι, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους. δόξα τω θεώ.
είχα όμως μετά ένα ραντεβού πάλι πανεπιστημιακό.
τρέχοντας, έπεσα, με τα 59 ακριβώς χρόνια μου, και την τσάντα με τον υπολογιστή μου, χτύπησα το γόνατό μου, ακριβώς στην έξοδο-είσοδο της φιλοσοφικής. περνούσε κόσμος, πολύς, η ώρα ήταν περίπου 1 το μεσημέρι. πρώτος στο οπτικό μου πεδίο ήταν ένας νέος γύρω στα 30 με το κινητό του στο αυτί. φαντάστηκα ότι θα με βοηθούσε.
το είχα ανάγκη.
πέρασε χωρίς να γυρίσε καν να με κοιτάξει.
μπορεί να μη με είδε.
μα ήμουν μπροστά του.
μη σας τα πολυλογώ. ντρέπομαι. μα δε βοήθησε κανείς!!!
πώς γίνεται; με μισούν;
όχι βέβαια!
τότε; γιατί;
ντράπηκα και λυπήθηκα.
σίγουρα θα μπορούσε η ιστορία να έχει συμβεί διαφορετικά, να έρθουν πολλοί να βοηθήσουν.
γιατί κανείς δε βοήθησε;
το κανείς σήμαινε κάποια λεπτά, γιατί υπάρχουν και κάποια θεματάκια υγείας, ένα σπασμένο πόδι, ένα άδειο κεφάλι, και δεν ήταν εύκολο για μένα να σηκωθώ.
σα να λέμε, αφού ο πρώτος τυχών δε στράφηκε να βοηθήσει, οι άλλοι, απλώς (απλώς; ) ακολούθησαν.
και τότε σκέφτηκα σα δασκάλα: τι μαθαίνουμε στα παιδιά μας; την επανάληψη, την υπακοή στη μη-σκέψη, τη βουβαμάρα, το διάβασμα για την πάρτη του καθενός. ναι;
ξέρω-γω;
2 σχόλια:
Ελένη μου,
συχνά αναρρωτιέμαι μήπως και έχουν χάσει από καιρό οι άνθρωποι την ψυχή τους.
Και ύστερα,κάτι γίνεται,ένας από ιο διπλανό κρεββάτι του θαλάμου στο νοσοκομείο σου δίνει ένα μπουκάλι νερό,οδηγίες πως να προσανατολιστείς εκεί,και ένα χαμόγελο.
Και τότε λές,ας είναι,υπάρχει ελπίδα.
Ο Αντώνης (αν ήταν ακόμα μαζί μας) θα γελαγε με το βραχνό του γέλιο, θα κουνούσε το χέρι του και δεν θάλεγε τίποτα.
Εκείνος ποτέ δεν θ αφηνε αβοήθητο συνάνθρωπο..
Σε φιλώ.
αγραμπελάκι μου...
τώρα σε διάβασα.
ο αντώνης... αχ, ο θεός να αναπαύει την ψυχή του, όπως το λές για αυτόν. ακριβώς. ένας άνθρωπος-άνθρωπος.
Δημοσίευση σχολίου