Τρίτη 27 Απριλίου 2010

άμεσος απολογισμός.

Πλημμύρισε στάχτη η οργή μου.
Οι ρόγες μου έσταξαν αίμα, καθώς σε σκέφτηκα. Κι η ανάσα, μέσα στον καπνό, τη στάχτη, και τη ζέστη.
Ο θυμός του παιδιού μου ανεβαίνει με λόγια ακατανόητα και περισσές λαβές, που πιάνουν μάνας στήθια και τα σβήνουν.
Αρωγός στους πόνους μου ο έρωτας της ζωής, θυμωμένος, ανικανοποίητος ευτυχώς, ατόφιος, ζωντανός.
Έχει ο έρωτας φλόγα δικαιοσύνης και ανταλλαγής σπερμάτων: έδωσες. Ανταπέδωσα. Ρώτησες. Απάντησα. Είδες και βουβάθηκα εμπρός στα χέρια σου, που δεν έκαναν τίποτε. Τα χέρια σου πεινούν, τα μάτια σου πεινούν.

Δε θα σου δώσω
Θα σε αφήσω ατόφιο να μετράς υπαλλήλους, αθλητικούς συλλόγους, τρύπες στον τοίχο και στη μουσική. Θα δεις, θα φτάσεις κάποτε.
Στου σοφού σου κέντρου τη θλίψη
Και θα είναι αργά.

ελένη κονδύλη.2010-04-27

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Bέροια. αραβικός πολιτισμός και οι πολιτιστικοί γειτονές του

στο βυζαντινό μουσείο της Βέροιας.

δευτέρα 26 Απριλίου 2010, ώρα 7μμ.

ομιλήτρια, Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου, αραβολόγος.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

αραβικός πολιτισμός, ομιλία σήμερα σε υπέροχη αίθουσα

Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία Σπουδῶν Μέσης Ἀνατολῆς
σᾶς προσκαλεῖ στὴν ὁμιλία ποὺ ὀργανώνει μὲ θέμα

Ἱεροσόλυμα ἢ Μέκκα;
Τὸ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα κατά τον 7ο αἰ. μ. Χ.
ὡς ἄσκηση πολιτικῆς

Ὁμιλητής: Γεωργουδάκης Ἐμμανουήλ
Ἱστορικὸς Ἰσλαμικῆς Τέχνης

Πέμπτη 22 Ἀπριλίου 2010, ὥρα 7μμ.
στὸ Ἱστορικὸ καὶ Παλαιογραφικὸ Ἀρχεῖο τοῦ ΜΙΕΤ,
ὁδὸς Παν. Σκουζέ 3 (δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη ὁδοῦ Αἰόλου)

Θὰ ἀκολουθήσει συζήτηση.

Προσεχεῖς δραστηριότητες τῆς ΕΕΕΣΜΑ
· Τετάρτη 12 Μαΐου 2010, κ. Παναγιώτης Ποῦλος, Ἦχος, κείμενο και μνήμη: Ζητήματα προφορικότητας στὶς μουσικὲς παραδόσεις τῆς Μέσης Ἀνατολής.
· Δευτέρα 31 Μαΐου 2010, κα Ἀναστασία Φαλιέρου: Ἰσλαμικὴ θρησκεία καὶ εὐρωπαϊκὴ μόδα στὴν Κωνσταντινούπολη, XIX-ΧΧ αι.
Θὰ ἀκολουθήσει ἀνακοίνωση γιὰ τὴν ὥρα καὶ τὸν τόπο διεξαγωγῆς τους.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

προεόρτια.

λοιπόν, μένει μένει κάτι πολλά χρόνια πίσω, (αλλά μένει)
ήμουνα μουρόχαυλο στο γυμνάσιο. πειραματικό καθολικό σχολείο του πανεπιστημίου της λουβαίν για τα παιδιά των καθηγητών του γαλλόφωνου πανεπιστημίου στη φλαμανδόφωνη ζώνη. είχε αναλάβει την κηδεμονία μου ο αδελφός μου, φοιτητής τότε, για να έχω κι εγώ δικαίωμα εγγραφής εκεί.
πλάκα είχε.
από λογοτεχνία κάτι σκάμπαζα, χάρη στη μακρή, που έχω αφιερώσει το βιβλίο μου για τον άδωνη.
γαλλικά ήξερα να διαβάζω και να γράφω, ως συνήθως, σιγά-σιγά έμαθα και να μιλάω.
ευεργετικός ο διαγωνισμός ποίησης του σχολείου.
η επιτροπή ήταν καθηγητάδες από το πανεπιστήμιο.
πολύ ευεργετικός λοιπόν.
ανάμεσα στους καθηγητές, τρεις ήταν όλοι κι όλοι, ήταν ο πουγιάρ, ειδικός στο ρομαντισμό, μ' ένα βιβλίο για την ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, ο σαμπού, ειδικός ιταλικής λογοτεχνίας και ποιητής, κι ο ...; δεν τον θυμάμαι, καθηγητής διδακτικής.
ναι, ναι, ξέρετε, πρώτο βραβείο, επαφή μετά με τον ελύτη, τον βρεττάκο, το περιοδικό ευθύνη...
το ευεργετικό ήταν και για κάτι άλλο, αυτό που έχει σχέση με τα λεγόμενα προεόρτια.
διότι το πράγμα αρχίζει να σφίγγει.

πρώτο έτος ρωμανικής φιλολογίας, το πιο δύσκολο μάθημα ήταν ίσως κι από τα πιο ωραία του πρώτου έτους: ιστορική γλωσσολογία των ρωμανικών γλωσσών.
μετά τα εισαγωγικά της θεωρίας, η γοητευτικότατη άλγεβρα: πώς άλλαζε ο λατινικός ήχος σε κάθε γεωγραφική ζώνη και σε ποια εποχή, ώστε η λατινική να γίνει από πορτογαλλέζικα έως ρουμάνικα.
το θεωρούσαν δύσκολο μάθημα, οι ασκήσεις που έδινε ο καθηγητής ήταν πάντα λέξεις που δεν είχαν αφομοιωθεί έτσι, αλλά αλλιώς λόγω άλλων συνθηκών, μα όταν σου έδινε μια λέξη λατινική, κι έπρεπε εσύ να διατρέξεις πάνω της το χρόνο από τον 2ο αι. μ.Χ. έως τον 17ο, ανάλογα με τη γεωγραφική ζώνη, ήταν ένα υπέροχο ταξίδι, που συμπληρωνόταν από άλλα θέματα, πιο ιστορικά και κοινωνιολογικά.
στο μαθημα αυτό που το έλεγαν κοφτήρι οι συμφοιτητές μου κι οι καθηγητές, ο μυράιγ, ο καθηγητής, είχε συμφωνήσει να κάνει μια 'πρόοδο' μετά τις διακοπές του πάσχα: όσοι έπαιρναν πάνω από 16/20, δε θα περνούσαν εξετάσεις γραπτές, αλλά προφορικές.
σ' αυτή την πρόοδο, πέρασαν με το βαθμό αυτό και πάνω, 4 παιδιά από όλο το έτος.
φυσικά και ήμουν ανάμεσά τους. όχι γιατί πρώτευα, πουθενά δεν έχω πρωτεύσει, αλλά γιατί σε πράματα που έπρεπε να είσαι ξεχωριστός, πάντα είμουνα. το είχα μάθει φαίνεται από τη φάτσα μου, όλοι την ξέρετε νομίζω.
στο συνωστισμό των αποτελεσμάτων βγήκε ο βοηθός του μυράιγ και φώναξε: ο/η κονντυλίς είναι εδώ; -ναι, φώναξα. -ο καθηγητής θέλει να σας γνωρίσει!'
Οποία τιμή! (αντί για όμικρον μπορεί κανείς να βάλει μηδέν στη λέξη)
με ρώτησε τη συνηθισμένη ερώτηση: πού έχετε τελειώσει σπουδές; μεταπτυχιακά κάνετε;
όχι, έλεγα εγώ με περηφάνια (ναι, έπρεπε να λέω, έχω σπουδάσει ανωτάτη καταπιεστική στην οικογένειά μου), πέρσι τελείωσα το λύκειο.
ευτυχία.
φτάνουν οι εξετάσεις, προφορικές για μένα, μετά το 17άρι που είχα πάρει και είχα απαλλαγεί από τις γραπτές.
είχα πυρετό. κόκκινη και χάλια.
ο καθηγητής με κράτησε στις εξετάσεις, με ρώταγε τα πιο απίθανα πράγματα, και κάθε τρεις και πέντε μου έλεγε:
μα, μαντεμουαζέλ κοντυλίς, εσείς, με τόσο λαμπρό γραπτό, και δεν μπορείτε να απαντήσετε!
θα σας βάλω 13, θα σας βάλω 11, θα σας βάλω 10, θα σας βάλω 9!!!!
9 στο 20, δλδ κάτω από τη βάση....
τέλος πάντων, ό,τι και να έβαλε ο μαλάκας, εγώ πέρασα όλο το έτος τον ιούνιο. στην ουσία, δεν μπορούσε να βάλει κάτι από τη βάση, διότι η πρόοδος είχε τα 2/3 του συνολικού βαθμού, άρα 17+17=34/3=11,3 και να πάει να πηδηχτεί. αυτά.
πλην όμως τότε ήμουνα καλό παιδί κι όχι όπως είμαι τώρα, και δεν είχα καταλάβει τίποτε.
το θεώρησα ατυχή στιγμή, μεγάλη αυστηρότητα που συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια, κκι επειδή ο καθηγητής αυτός έκανε και αρχαία γαλλικά, έτσι τα λέγαμε, μεσαιωνικά γαλλικά, τα ενδιάμεσα 9ος ως 14ος αιώνας, κι εγώ μέχρι τώρα με το μεσαίωνα έχω δεσμούς κι ας είμαι πάντα 23 ετών, αποφάσισα να πάρω σεμινάριο με τον μυράιγ, αρχαία γαλλικά που τα λάτρευα με όλα τα αινίγματα που είχαν...
η εργασία μου ήταν 'το πέρασμα από τον ενικό στον πληθυντικό στους διαλόγους των ερωτικών μυθιστορημάτων'. θυμάμαι μόνο το τριστάνδο και την ιζόλδη.
η εργασία τελείωσε, ο βοηθός μου είπε ότι είναι πλήρης, δε χρειάζεται τίποτε άλλο, να πάω μόνο να πάρω το οκ από τον καθηγητή.
ο μυράιγ, στο ραντεβού μας, είχε στα χέρια του την εργασία μου.
δεσποινίς, μου είπε. αυτή η εργασία πρέπει να είναι μέ ένα κόκκινο ερωτηματικό από την αρχή μέχρι το τέλος. τίποτα δε λέει. δε θέλω να είμαι κακός μαζί σας, αλλά να είσαστε σίγουρη ότι δίπλωμα από μας δε θα πάρετε. δε θέλω να είμαι κακός μαζί σας, αλλά εσείς γαλλικά δεν ξερετε. θέλετε να πείτε 'καφετιέρα' και λέτε 'τασάκι'. δεν θέλω να είμαι κακός μαζί σας, αλλά αφού δεν ξέρετε γαλλικά, τι κάνετε εδώ; με συγχωρείτε που σας το λέω, αλλά δεν πρόκειται να πάρετε πτυχίο, κλπ κλπ κλπ.
ευγενέστατος.
μου τα είπε τόσες φορές που τα εμπέδωσα.
γύρισα στο σπίτι μου μια χαρά. ακόμη δεν είχα καταλάβει τίποτα.
όσο πέρναγαν όμως οι ώρες, ένιωθα σα ζόμπι. το πρόσεξε η μάνα μου.
έτσι είμαι γω. όταν στεναχωριέμαι πολύ, στην αρχή δεν εκφράζω τίποτε. αν όμως σε τέτοιες περιόδους μου πει κάποιος: έλα δω, άνοιξε το παράθυρο και πήδα κάτω
ε, είναι σαν να μην καταλαβαίνω, και θα το κάνω.
έτσι, πέίστηκα απολύτως μετά δυο τρεις μέρες ότι τελείωσε. αλλάζω σχολή. αλλάζω πανεπιστήμιο. αλλάζω χώρα. δε σπουδάζω. απλά πράματα, ξέρετε, η καφετιέρα, το τασάκι, κλπ.
σε μια ηρεμία αποτροπιαστική.
τρελαμένη η μάνα μου, πήρε τηλέφωνο από καμπίνα (δεν είχαμε καν τηλέφωνο σπίτι, φτωχαδάκια είμαστε) τον κύριο λόιξ.
ο αγαπημένος κύριος λόιξ ήταν βέλγος καθηγητής του πολυτεχνείου της λουβαίν, μα και έλληνας από ελληνίδα μητέρα, κι ήταν επίτιμος πρόξενος των ελλήνων φοιτητών της λουβαίν. είχε γίνει κι αυτός, κι η αείμνηστη γυναίκα του, φίλοι του σπτιτιού μας...
ο κύριος λόιξ άκουσε προσεκτικά.
δεν είπε τίποτε. γέλασε, είπε μερικές ελληνικές παροιμίες που του άρεσαν τόσο, και με χαμόγελο ζεστό σαν καφεδάκι στη χόβολη, μου είπε: τίποτε από αυτά δε θα γίνει. ετοιμάσου μόνο, και διάβασε, γιατί έχεις εξετάσεις.

η λύση ήταν η εξής: ο καημένος ο μυράιγ, ανήκε σε ένα κόμα ακραίο, όπου η παρουσία ξένων ήταν πρόβλημα. αυτό ήταν γνωστό σε πολλούς μάλλον συναδέλφους του.
ο λόιξ έθεσε το θέμα στη σχολή μου.
και να τότε, που δυο καθηγητές τουλάχιστον, βρέθηκαν να συμμαχούν αβίαστα υπέρ μου: ήταν ο πουγιάρ και ο σαμπού, που με θυμόνταν στο μαθητικό διαγωνισμό ποίησης.
στη φασαρία που έγινε εξαιτίας μου, ο πουγιάρ είπε: ή αφήνετε ελεύθερη την κονδύλη να συνεχίσει σπουδές, ή εγώ υποβάλω την παραίτησή μου τώρα.
ο γέρος πουγιάρ δεν είχε ξαναπεί αυτή την κουβέντα.
πέρασα, έχοντας πάρει άλλο σεμινάριο, μιας κι ο μυράιγ μπόρεσε να κάνει αυτό που ήθελε, να μου βάλει ένα 4 στο 20 εκεί. ποτέ δεν πέρασα εξετάσεις σεπτέμβριο, στο πτυχίο της ρωμανικής φιλολογίας.
κι όλοι θυμόντουσαν τον πουγιάρ. μέχρι τέταρτο έτος, οι καινούριοι καθηγητές που είχαν, μου έλεγαν: για σας λοιπόν είχε απειλήσει με παραίτηση ο πουγιάρ! μπράβο του!

τώρα είμαι καθηγήτρια εδώ.

κι αυτό φαίνεται σαν να είναι προεόρτιο.
αλλά, μένω ισόγειο. και να πηδήξω από το παράθυρο, το μόνο που κινδυνεύω είναι να γδάρω κανένα γόνατο. να γίνω πιο παιδί.
να θυμηθώ ένα τραγούδι.
πάντως στεναχωριέμαι.
απάνθρωπη συμπεριφορά δεν είχα ποτέ μου νομίζω.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

γηρατειά

... ήρθαν στην πόρτα μου να με συλλυπηθούν
ή κάπως έτσι το έλεγε ένας παλιός, πολύ παλιός, άραβας ποιητής, ο αμπού ταμάμ.
χτες μπήκα στο μετρό.
στην απέναντι πλευρά από μένα, πέρα από το διάδρομο
ένα πρόσωπο
ρούχο μαύρο παντού
μαλλιά λευκά, φυσικά λευκά, μαζεμένα πίσω
καμπούρα ίσως, μιας και η κλίση του θώρακα μαρτυρούσε χρόνια.
χρόνια μαρτυρούσαν όλα αυτά που σας είπα μέχρι τώρα: ρούχα, μαλλιά, γυρτές ωμοπλάτες...
παρέλειψα να σας πω και ρυτίδες.
ρυτίδες, ναι, αρκετές.

όμως,
τι μάτια ήταν αυτά θεούλη μου!
σ' ένα σοβαρό πρόσωπο, κάτι μάτια σπινθηροβόλα.
τέτοια μάτια...
δεν έδειχναν τίποτα, παρεκτός αυτό που ήταν: ήταν μάτια εφήβου ξεχασμένα σ' ένα σακούλι-σώμα γερασμένο, μα
το πρόσωπο
ήταν σαν ένα κοριτσάκι!
κοίταζα αυτή την ηλικιωμένη που είχε καταφέρει άδολα, όμορφα, αληθινά, μαζί με τα χρόνια της να προσφέρει ένα κοφτερό βλέμμα όλο νιότη, γλύκα, αλήθεια, απορία, σοβαρότητα...

την κοιτούσα και θαύμαζα.

λίγο πριν είχα μπει στο λεωφορείο.
ήρθαν δυο σιτεμένες σαν και του λόγου μου και περσότερο.
η μια σίγουρα πιο γριά από την άλλη.
άρχισε η κουβέντα-μονόλογος. η σιτεμένη νεότερη δεν άφηνε τη δόλια τη σιτεμένη-πιο σιτεμένη να πει ούτε λέξη. κι αυτή, υπέμενε.
την άθλια κουβέντα της γυναίκας: θα πάει λέει σ' ένα ξενοδοχείο να κλείσει για μια επιχείρηση, πέντε αστέρων το ξενοδόχι, μα τι τα θες; στην πλατεία μεταξουργείου: εκεί οι άνθρωποι είναι χάλια. έχει βάλει λίγα λεφτά στη μέσα τσάντα. τίποτε άλλο. ξέρεις, να τα πάρουν και να μη συμβαίνει και τίποτα. πού ζούμε. ο αδερφος της κοιμάται και στο κομοδίνο του έχει ένα στιλιάρι, ένα όπλο, ένα ...

(καθήκι θα έπρεπε να έχει, αλλά τέλος πάντων. η αδελφή του μακριά φαίνεται ζούσε από αυτόν).

η φωνή της ερειστική, η λαλιά της αγέρωχη και συνεχής σαν πολυβόλο, η κακία των ανθρώπων ζοφερή, οι κίνδυνοι ατελείωτοι, να μην μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος, κλπ κλπ κλπ...

θεέ μου, μιλάνε λοιπόν οι νεκροί;
--------

σκέπτομαι ακόμη τώρα τα δυο αυτά πρόσωπα.
το γομάρι με το παντελόνι και τα βαμμμένα μαλλιά,
το κοριτσάκι με τα ζωντανά και σοβαρά ματάκια.


θεέ μου, ξέρω, θα μοιάσω λίγο, ελπίζω λίγο μόνο, με την πρώτη.
μα δεν παύω να θαυμάζω το ΖΩΝΤΑΝΟ βλέμμα εκείνης της ύπαρξης.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ζωοδόχος

Για να σε μάθω, έκανα χιλιόμετρα αλφάβητα, φύσηξα μεγάλες φλόγες στα ηφαίστεια, κοίταξα πολύ μακριά στα σύννεφα…
Για να σε μάθω,
Πόνεσα πολύ απέναντι από τα μικρά μου χρόνια.
Πόνεσε ξανά το ποδαράκι που είχα γδάρει μέσα στις λάσπες μα δε μαρτυρούσα τίποτα, καλύτερα να τρέχω ξοπίσω σου παρά να μου λένε: ‘είδες; Δεν άξιζε τον κόπο, να τι έπαθες!’
Σώπαινα λοιπόν και οι κραυγές γύριζαν μέσα μου σαν μια πληγή καραβόσκοινα στο ύψος της καρδιάς μου.

Κάποτε το έλεος του θεού εμφανίστηκε. Ήταν απόγευμα και πήγαινα να βρω τη μαμά μου.
Ούτε κινητά ούτε τίποτα, κι οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά κι όμως, μια απίστευτη παρηγορητική μοναξιά με περπατούσε προς το σπίτι της φίλης της μητέρας μου.

Ξάφνου τα βήματά μου πετάριζαν μέσα σε μια απίστευτη λίμνη λάδι που είχε αγκαλιάσει την ψυχή μου.
Η καρδιά μου φαινόταν να έχει σταματήσει στη ζωή.
Ανείπωτη ευτυχία με κρατούσε μακριά από οποιοδήποτε κραδασμό ανθρώπινης φθοράς.
Δεν είχα βάλει φρένο πουθενά, κι όμως φαινόνταν όλα αγκυροβολημένα στη ζωή.

Ήξερα πως αυτό θα σταματούσε μα δε σκεφτόμουν τίποτα.
Αντίθετα, περίμενα μέσα στην ευτυχία….
Ευτυχία…
Με λένε ευτυχία, σε λένε θανάση που δεν πέθανες, έγραφα κάποτε

Τώρα γράφω και πάλι ψαχτά
Σαν ένα ψάρι μισοτηγανισμένο, σαν ένας άνθρωπος νεκρός που όμως πιστεύει ανάσταση

Γράφω και είναι φορτωμένα τα χέρια, οι παλάμες, οι χούφτες, τα ενδιάμεσα κόκαλα, πόνο, λυγμούς που σιωπεύουν όλα έτοιμα για το χορό του ζαλόγγου
Πεθαίνω το έχω νιώσω στον ενεστώτα. Αίσθηση ανείπωτη και τούτη, άλλη αίσθηση, μισερή ευτυχώς, όμως την κουβαλώ μαζί μου. \
Είναι η μία μου πλευρά, και κολυμπώ ακόμη στα νερά.

Ελπίζοντας.


ελένη κονδύλη.2010-04-09

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

οι ουδέποτοι

μια ιδέα που μου ήρθε και δε θα φύγει.


πικρή-πασχαλινή.
αδυσώπητη ρε παιδί μου, να!
κάτι σαν κάτισαρκ, ένα μεταξωτό διαφήμιση τσιγάρου που σου τρώει αρτηρίες και πλεμόνια σα γατί της ψαραγοράς.
ένα 'πριν ο αλέκτορας λαλήσει τρεις', και το θυμάσαι, πως κι εσύ έχεις προδώσει τόσες φορές κι άλλες τόσες, και κλαις σαν τον πέτρο.
ο σταυρός ανεβαίνει στη μέση των δώδεκα ευαγγελικών αποσπασμάτων, που μιλούν όχι μόνο για θάνατο, μα για υποκριτική καταδίκη, αφού θέλησαν απλώς να τον βάλουν στο σταυρό και να πεθάνει μόνος,
(ενώ εκείνος αγκάλιαζε πεθαίνοντας την οικουμένη, ακόμη κι εκείνους που αποφάσισαν τη μοναξιά του)
δλδ του προσέφεραν θάνατο χωρίς όμως οι ίδιοι, πίστευαν, να ακουμπήσουν θάνατο.
κι ο πέτροε έκλαψε
κι ο χριστός του είπε είσαι πέτρα, πάνω σου θα χτίσω την εκκλησία
ο πέτρος νόμιζε πως έκλαψε για τον εαυτό του και τη δική του προδοσία που είδε καθαρά μπρος του, σα λάλησε τρεις φορές κείνο το πετεινάρι
μα
ο χριστός του είπε
να κλαις ως εκκλησία, κι ο καθένας που θα προδίδει να είναι μέσα στα δάκρυά σου και να προσεύχεσαι για κείνον και να κλαις για όλους, αυτό είναι το σώμα μου εδώ πάνω, αυτό είναι η εκκλησία που σας παραδίδω μέσα από τα λέθη σας και τη θεϊκή ευσπλγχνία που τα ξεπερνά όλα
ευαγγελικά λοιπόν μηνύματα θανάτου -πού σου άδη το κράτος- προφητεία, ουτοπία ανάστασης όλα τα δάκρυα αυτής της μέρας
ο πέτρος δειλός και φοβισμένος 'όχι, όχι, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο', ναι, ναι, 'όχι, ουδέποτε εγώ; μαθητής του;', 'όχι όχι δεν τον γνωρίζω'
και μετά έκλαψε πικρώς και μετά έγινε πέτρα. άκοπη και ατόφια

οι ουδέποτοι είναι τα καθάρματα της κοινωνίας, που δεν πιάνουν μιστρί να χτίσουν μα όταν πιάνουν το μιστρί το καταριούνται και χτίζουν κόλαση: ιδέες, καθήκοντα-καθήκια, νόμους-επάρσεις με σηκωμένα φρύδια τύπου 'εγώ σας τό'λεγα, ο νόμος είναι νόμος κυρία μου', όχι, 'εγώ; ουδέποτε!'
εγώ πάντα έκανα τη δουλειά μου
εγώ πάντα τον εαυτό μου κοίταζα, κι εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας κι όχι να με πιάνετε στο στόμα σας
εγώ σας απαγορεύω
εγώ ποτέ δεν αδίκησα κανέναν
εγώ πάντα έκανα το καθήκον μου
εγώ πάντα πρόσεχα τους νόμους
εμένα κανένας δεν μπορεί να με πιάσει στο στόμα του
ουδέποτε παρανόμησα
ουδέποτε παραφέρθηκα
ουδέποτε έκανα κάτι μεμπτό
ουδέποτε εγώ
εγώ
εγώ

ποτέ δεν άπλωσα χέρι να βοηθήσω,
πάντα στου ποντίου πιλάτου τη λεκάνη λεύκανα τα νεκρά μου χέρια
ουδέποτε έσκυψα στη λάσπη,
ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΣΗΚΩΣΩ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ.