Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

άσχετο;

παρασκευή βράδυ, αποφάσισα να ξεπορτίσω. ναι, ναι, όπως τ' ακούτε!
έβαλα τα καλά μου, μια προγαμιαία μπλούζα αρχαιολογικής αξίας, μια μαύρη φούστα, -άλα τις!- και κυκλοφορούσα στη θέση του συνοδηγού ΄με τον άγγελο, κατά τις δέκα το βράδυ. αθήνα άδεια. να χαίρεσαι να κυκλοφορείς. σ' ένα φανάρι της πανεπιστημίου περιμένουμε. ένας πεζός. ένα γκρι πράμα: γκρι γένια, γκρι μάτια, γκρίζα καμπούρα. αδύνατος, πάνω από εξήντα τουλάχιστον, κυρτός, με μια τσάντα πλαστική στο ένα χέρι, και μια φτωχικότατη τσάντα στη γερμένη του πλάτη.
ένα μπαστούνι, σχεδόν φυσικά, στο χέρι.
με το που ανάβει το δικό του πράσινο, ως πεζός, ξεκινάει να περάσει απέναντι. μπλοκάρει ωστόσο στη μέση του δρόμου. ναι μεν είναι για μας κόκκινο, αλλά έχουμε και διάθεση με τον άγγελο να τα πούμε, δε νοιαζόμαστε, δε βιαζόμαστε. μιλάμε, αλλά αναπόφευκτα παρατηρούμε το γεροντάκι, στα όρια του παρία, να παλεύει με το μπαστούνι του να ξεκολλήσει εντελώς ένα χαρτί που είναι περίπου κολλημένο, το μισό, και το άλλο μισό φυσιέται από τον αέρα, στη μέση της διάβασης. ο γεροντάκος παλεύει αρκετά να το ξεκολλήσει με τον μπαστούνι του, εγώ σκέφτομαι από μέσα μου 'να ένας ρακοσυλλέκτης'
τέλος ο άνθρωπος ξεκολλάει το χαρτί, σκύβει με κούραση, γυρνά πίσω με κούραση, στο φανάρι από όπου είχε ξεκινήσει για να διασχίσει το δρόμο, και με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του, βάζει το χαρτί στον κάδο απορριμάτων.

νιώθω ότι το πραγαμιαίο ακριβό ένδυμα μιας άλλης εποχής να κυλιέται στα μάτια μου σα σκουλήκι, τη φούστα την τωρινή που πήρα με τις εκπτώσεις να γίνεται ένα μεσαιωνικό μεσοφόρι, νιώθω να ανακατεύονται τα φοιτητικά μου όνειρα, η ζωή με τις προσδοκίες και τα οράματα μιας άλλης γενιάς που κουβάλαγα να ανακατεύονται με το τώρα, να χάνουν κάθε νόημα, νιώθω να υποκλίνομαι μπροστά στο μοναχικό μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.
ίσως γι' αυτόν, μια πόλη καλύτερη, ναι, ναι, λίγο πιο καθαρή και λίγο πιο περιποιημένη, να είναι το "ταπεινό" δώρο που μπορούσε να μας κάνει...

αφού έβαλε το χαρτί στον κάδο, γύρισε πάλι, να περιμένει να διασχίσει αυτή την ίδια διάβαση.

ένας άρχοντας-γεροντάκι, με τόσο μεγαλέιο κρυμένο στα φτωχικά ρουχάκια του και στα μοναχικά, πολλά του χρόνια...

κι ο άγγελος κι εγώ συγγινηθήκαμε.
αργότερα, διηγήθηκα το περιστατικό στο φίλο μου το χρήστο, ξέρετε, που πίναμε καφέ όταν συνατήσαμε τη ρίτα...

ο χρήστος δε λέει πολλά.

κοίτα να δεις!, μου είπε. ένας άνθρωπος-ρίτα...



ήταν η ωραιότερη ατάκα που έχω ακούσει.
καλημέρα σας, καλή κυριακή.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

γέρμα.

789

Ξέρεις, γέρμα. Κατάσταση λόρκα. Μετάφραση μίχος. Σκηνοθεσία τότα.
Ψέμματα. Εγώ πουθενά, ίσως μέσα τους.
Μέσα τους είναι να ξέρεις πριν απ’ αυτούς τους αναίστητους, ότι μέσα τους μια φωτιά ξεροψήνει γέρμα.
Γέρμα είναι ένας εξωτικός καρπός απογεύματος, ένα εξωτικό φρούτο ας πούμε, ένα άλλοθι,
στα του κόσμου εγκόσμια ένας τρόπος να πεις αντίο στη μικρή σου φύση, να μετρήσεις πέντε η ώρα κλαίγοντας χωρίς δάκρυα, να κλαις από μέσα σου, που λέει ο σεραφείμ.
Ο σεραφείμ είναι ένας άγγελος που κλαίει από μέσα του και μαζεύει βρόχινο νερό για ν’ ανθίζει η μάνα του.
Λέει: ναι, απέξω μου δεν έκλαψα ποτέ στην τρίτη γυμνασίου, μόνο καμιά φορά, δυο-τρεις, κύλησαν δάκρυα στα μάγουλα
Δεν ήταν όμως κλάμα, εγώ όταν κλαίω, κλαίω εσωτερικά.

Στο σπίτι της μπερνάρντα άλμπα, που τι με νοιάζει αν είν λευκό ή κατάμαυρο κατράμι
σα θειάφι που έχει σβήσει πάνω στο καντηλάκι ενός νεκρού
Στο σπίτι, σταματά η μέρα έξω από το παράθυρο και λέει: πως το ξεπαρθένεμα της νύχτας, ένας νεκρός θα μπει και θα το κάνει μόνος, στην αυλή του πουθενά
Η ώρα δεν είναι για τίποτα
Σβήνει ένα παιδί τ’ άσχημα γράμματα που του είπαν.
Τα κάνει κομμάτια
Πουθενά δεν υπάρχουν
Ένα κενό,

Γέρμα.
Η απόγευμα και η ραστώνη πηγαίνουν βόλτα για παγωτό στην πλατεία του καλοκαιριού,
Φοράνε τα καλά τους και απαυτόνωνται.
Ώρα πέντε θάνατος, συνουσία ώρα μηδέν, μονάδες για τηλέφωνο καμία, ο μαθυτής της λύπης άρειστα δέκα και όλα μάταια σα δρόμος που δεν οδήγησε.

ελένη κονδύλη 2009-08-14

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

ρίτα ριτάκι, να να να... ΌΧΙ. ΕΛΠΙΖΩ ΓΙΑ ΚΑΜΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ.

θησείο.
το πρώτο άσπρο παρασόλι μόλις βγεις δεξιά απ' το σταθμό. σε περιμένουμε.
ήλιος κι αέρας
κυριακάτικος μεσημεριανός πρωινός καφές.
για το χρήστο κι εμένα πορτοκαλάδα.
βλέπεις, από τα πενήντα κι επάνω, αφενός οι καφέδες αρχίζουν νωρίς, αφετέρου οι καφέδες έχουν ήδη συσσωρευτεί. όχι στα παχάκια, αλλού.
περιμένουμε τον ένα εκ των δύο που έχει αποφασίσει να χαθεί για δύο.
εγώ κοιτάζω να τον βρω. όποιο τεκνό περνάει στον ήλιο, εγώ σηκώνομαι σαν ελατήριο. αυτός να είναι; αχ, να είναι αυτός και να μου την πέσει, μακάρι. αλλά όχι. τέλος όταν εμφανίζεται είναι όντως υπεράνω προσδοκιών.
γειά σου ένα! κι όποιος είχε πει 'ένα ίσον κανένα' απατάται απάτην οικρτάν.

έτσι όπως κοίταζα τον ηλιόλουστο δρόμο, το πρώτο πράμα που με εντυπωσίασε ήταν τα κοκαλάκια. είχαν μια λιτή επένδυση από σκουρόχρωμο λεπτό ευαίσθητο δερματάκι, που φάνταζε σχεδόν διάφανο. ευκίνητα, σχεδόν τρυφερά. ανέμελα παιδικά κοκαλάκια, χωρίς καπέλλο. πάνω τους, στοργικό, ένα παιδικό κεφαλάκι με μαύρα μαλλάκια μέχρι τους ώμους, δυο παιδικά δοντάκια που είχαν ίσως ξεχαστεί στην πρώτη τάξη ενός σχολείου.
τα σαφώς υποσιτισμένα -σύμφωνα και με την ιατρική γνωμάτευση του χρήστου- χεράκια, κουνιόνταν χαρούμενα με το παιχνιδάκι τους: μια νάυλον διάφανη σακκούλα γεμάτη χαρτομάντηλα.
το ανέμελο πλασματάκι ήταν εμπόρισα.
η ώρα πρέπει να ήταν δωδεκάμισυ το μεσημέρι. ο χρήστος κι εγώ περιμέναμε το θανάση, η γύρα του μικρού παιδιού μόλις άρχιζε σ' αυτό το τετράγωνο.
ήταν το πρώτο που μας εντόπισε. είμασταν οι πρώτοι που καθόμασταν προς τα κει.

τέτοιο παιδικό αθώο ανέμελο άδολο νάζι που κρατούσε το στοματάκι να γελάει, να χεράκια να παίζουν με το σακκούλι, τα κοκκαλάκια να με κάνουν να φαντάζομαι ότι το κοριτσάκι αυτό, εκεί, 6 με 7 χρονών, ίσως να μην ήταν ούτε 20 κιλάκια, με φόβισαν.
απάντησα αμέσως στο χαμόγελο.
το μικρό ήρθε στη σκιά της ομπρέλας όπου καθόμασταν.
ο χρήστος, ως γνήσιος ιππότης, μου αγόρασε χαρτομάντηλα. για να έχω να κλαίω, καταλάβατε. δε μέτρησα πόσα έδωσε στο μικρούλι. εκείνο έβγαλε 2 πακετάκια και τα άφησε στο τραπέζι κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
-ένα αγόρασα, της είπε παιχνιδιάρικα. το άλλο βάλτο στην τσαντούλα σου.
σαφώς η μικρή αντέδρασε σαν να άκουγε τη γλώσσα των αμορί του πλανήτη ερμή και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια. ήταν σαφές ότι ήξερε πολύ λίγα ελληνικά.
ήταν ένα χάρμα.
-θέλω κι εγώ ν'αγοράσω της λέω, και κινητοποιούμαι να βρω την τσάντα μου.
"αγοράσ", αυτό το ξέρει η μικρούλα. γελάει, μου δίνει δύο, την λέω να τα βάλει στην τσαντούλα της, η μικρή εκμαιεύει απίστευτη γονεϊκή στοργή από τους δυο μας.
εγώ φοβάμαι. γι' αυτό το μικρό παιδάκι που τρέχει στους ήλιους χωρίς καπελάκι φυσικά, έρμαιο στην κάθε σκληράδα και στην κάθε χυδαιότητα.
(Ε)-πώς σε λένε;
(κοριτσάκι)-ρίτα
(Χ) ρίτα από το μαργαρίτα, λέει ο χρήστος και το μικρό κολλάει. δεν παίρνει χαμπαρι, τα ελληνικά του είναι πολύ λίγα.
(ε) ρίτα, είσαι με το μπαμπά σου εδώ; πού είναι ο μπαμπάς;
(ρ) ...
(ε) αυτός ο κύριος που σου έδωσσε τα χαρτομάντηλα, πού είναι;
(ρ) ...
(ε) εκεί είναι; - της δείχνω ένα κομμάτι του κήπου κρυμμένο με ένα περίπτερο- και κάνω κινήσεις για να προκαλέσω το μάτι του τύπου που σίγουρα κάπου είναι.
το μικρό πλησιάζει το τραπέζι.
φαίνεται να τολμάει και να είναι περήφανο που είναι έτσι θρασύ και τολμάει.
κοιτάζει το χρήστο κι εμένα.
απαφασιστικά παίρνει το μοναδικό μπουκάλι 'ήβη' που είναι πάνω στο τραπέζι, κι όπου υπάρχουν δυο ποτήρια νερό και δύο μισογεμάτα με πορτοκαλάδα,
και βάζει στο ποτήρι του ενός και του άλλου πορτοκαλάδα. συμπληρώνει. παίζει. να είναι ίσα τα ποτήρια, χωρίς να τα αγγίζει.
το τσιλιβιθράκι παίζει.
μας έχει αφήσει κάγκελο και μας διασκεδάζει, εμείς περιμένουμε το θανάση.
θαυμάζουμε τη χαρά στο μουτράκι.
τη ρωτάω πώς λένε τη μαμά της, απαντάει ένα ξένο όνομα, κλπ, δλδ συνενοείται για τα πιο βασικά που έχει μάθει, της λέω ότι πρέπει να πάει σχολείο για να μεγαλώσει και και και... και κανένας να μην την πειράζει, τέλος πάντων αυτό είναι το ρεζουμε, δεν της το λέω όπως σ' εσάς, αλλά όπως σ' εκείνο το προσωπάκι που με κατευθύνει να φοβηθώ και ν' αγαπήσω.
το μικρό σε λίγα δευτερόλεπτα έχει τελειώσει με το έργο του. η ποσρτοκαλάδα είναι σε 2 ποτήρια.
αποδέχομαι ότι μπορεί να διψάει, κι ότι ετοιμάζεται να πιει πορτοκαλάδα.

όμως η λεπτότητα αυτού του μικρού ανθρώπου είναι μεγαλειώδης.
μας έχει προσφέρει πορτοκαλάδα και περιμένει κοιτάζοντάς μας να την πιούμε.
αυτό είναι το παιχνίδι της. είναι ένα δώρο που κατέβασε από το πουθενά με τα χεράκια της, γιατί ένιωσε όμορφα μαζί μας.
καταλαβαίνουμε, σηκώνουμε τα ποτήρια μας για να πιούμε, το μικρό χαμογελάει περσότερο ακόμη, δεν αγγίζει τίποτα.
της λέω: ρίτα, διψάς; πάρε αυτό το ποτήρι. της προτείνω ένα καθαρό ποτηράκι νερό.
η ρίτα παρακολουθεί λόγο, στοργή, γλύκα.
ναι, παίρνει με όρεξη το ποτηράκι να πιει νερό
ο χρήστος της λέει με καλοσύνη: στην υγειά σου!
η ρίτα αφήνει το ποτήρι κάτω, πάντα με χαμόγελο, ετοιμάζεται να φύγει.
μεταφράζει στο κεφαλάκι της αυτό που ξέρει: 'γειά σου, δλδ = σπάσε τώρα'
-όχι όχι, ο χρήστος δε λέει ΄'φύγε', της εξηγώ.
τσουγρκίζω με το χρήστο ποτήρια μας, και πίνουμε λέγοντας 'στην υγειά σου'
η μικρή αμέσως μαθαίνει
τσουγκρίζουμε και μαζί, γιατί ο χρήστος κι εγώ της λέμε 'στην υγειά σου', το αγγελούδι είναι πανευτυχές, έμαθε κάτι, και κυρίως ίσως νιώθει εμπιστοσύνη. δε θέλει να φύγει μάλλον. ούτε εμείς θέλουμε, αλλά φοβάμαι το μαλάκα που 'χει βγάλει γύρα τα πιτσιρίκια, πόσο ξύλο μπορεί να δώσει σ'ένα 20κιλο που καθυστερεί να κάνει τη δουλειά του.
μας χαιρετάει κι από μακριά, έχουμε χεστεί και οι δύο, το κοιτάμε άναυδοι, ηλίθιοι (εγώ δλδ). άφωνοι.
ο θανάσης έχει χαθεί, του έχουμε χαλάσει το μεσημέρι, τον περιμένουμε, επιτέλους βρικσόμαστε.
η ώρα έχει προχωρήσει, ΄το μεσημέρι, οι θαμώνες έχουν φύγει από το καφέ, ο τόπος αδειάζει...
η ρίτα,...
νάτο το αγγελούδι, επιστρέφει, δεν έχει πια κανένα σχεδόν έξω, πιθανό πελάτη.
στο θανάση έχουμε μιλήσει για τη ρίτα
έρχεται η ρίτα με το χαμόγελο του λέμε: αυτή είναι, επαληθευόμαστε, είμαστε περήφανοι κι οι δυο μας.
(χ) λοιπόν; πώς πήγε; πούλησες πολλά χαρτομάντηλα;
η ρίτα, χωρίς να μιλήσει, με μεγάλη καλοσύνη και παιδικότητα, του δείχνει τα λεφτά στο βάθος της διάφανης σακουλίτσας της.
(ε) τώρα θα πας να φάς;
(ρ)...
(ε) τι φαγητό θα φας σήμερα;
(ρ) ...
εγώ πεινάω.
(ε) έλα! θέλεις να φας κάτι; έλα να πάμε μαζί στο περίπτερο.
η ρίτα πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
αφήνω τους άντρες, και πηγαίνοντας στο διπλανό περίπτερο ρωτάω το χεράκι που είναι δίπλα μου: τι θέλεις να πάρουμε;
(ρ) παγωτό! μου το είπε ελληνικά αλλά σε μια άλλη γλώσσα εξωγήινων που κάθε συλλαβή είχε τέτοια χαρά, που η λέξη καρφώθηκε μέσα μου έτσι. τώρα, όταν λέω παγωτό, θα το λέω στη γλώσσα της ρίτας.
πάμε, κάνω θόρυβο μπροστά στην περιπτερού μην τυχόν μιλήσει άσχημα στο μικρό,
το μικρό που κοιτάζει και διαλέγει από το χαρτί του καταλόγου που διαφημίζει παγωτά.
σαν νεόπλουτη εγώ, φωνάζω δυνατά για να μην τυχόν κανείς μαλώσει αυτό το αγγελούδι:
ρίτα, έλα να διαλέξουμε από μέσα, κοίτα ποιο παγωτό θέλεις να πάρεις.
-αυτό
ανοίγω τη γλασιέρα και της λέω: βάλε το χεράκι σου και παρε.
το μικρό είναι ευτυχισμένο
είμαστε οι δυο μας μακριά απ'όλους.
το μικρό είναι αμήχανο. ...!!! ΄νομίζει ότι πρέπει να πληρώσει...!!! πιάνει τα λεφτάκια του στη σακκούλα....
όχι ρίτα, το παγωτό το πληρώνω εγώ
το μικρό ησυχάζει λες και το βγάζω από ένα φριχτό δίλημμα
πληρώνω το εξωφρενικό ποσόν του ενός ευρώ και θέλω να πάρω το μικρούλι να το φάει μαζί μας, καθισμένο σ' ένα τραπέζι όπου ένιωσε τόσο όμορφα, όπου χαμογελούσε από μακριά...
μα προφανώς, αυτό το έχει μάθει με πικρό τρόπο:
μου είπε ένα κλεφτό 'γειά', και πριν να γυρίσω να δω, είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης.
ένα αγριμάκι που τη χαρά δεν μπορεί να τη μοιραστεί εύκολα, πρέπει να την κρύβει. ποιος ξέρει πώς το έμαθε αυτό. με πόσο ξύλο ή αγριάδα.
αυτό το αγριμάκι, πόσο μεγαλείο έκρυβε μέσα του!
τι λεπτότητα, τι αξιοπρέπεια, τι ευαισθησία...
ρίτα
θέλω να μεγαλώσεις
να γίνεις κοπέλα
ο τρυφερός μίσχος σου να μη πληγωθεί,
να ανθίζει πάντα με τα τόσο πολλά ανθρώπινα λουλούδια που έχεις μέσα σου...

καλημέρα ρίτα...
καληνύχτα ρίτα...

θα ήθελα να σε δώ μεγάλη γυναίκα, πετυχημένη, ατόφια.
όπως τώρα, που σου λε΄πουν τα δυο παιδικά πλαινά δοντάκια σου.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

ε, καλημέρα σας, μη θέτε και τίτλο τώρα!

Ανεβαίνει η γραφή σα δόξα θανάτου
Και παίζει με τα καυσόξυλα βιολιά τρίζουν τα δάχτυλα χυτά και πεταμένα στις στέγες των μικρών, πικρών ιδρυμάτων
Λέξεις-ίζημα
Συζυγίες ρηματικές ως ριπές όπλων μεσοπολέμου κι ακούς μια ριπή που δεν είναι καν μία, αλλά πολλές και το όνομά μου εστί απολύων…
Ο φόβος κατεβαίνει στο αμπάρι στο κελάρι στο κατώι στα σπλάγχνα μιλώ γελώ τρομάζω ερωτυεύομαι.
Παρόν το τίποτα, εξωφρενικά.
Ένα αντίο ελευθερία, η μόνη σχέση που μου δόθηκε στα ανθρώπινα.

ελένη κονδύλη. φρέσκο πράμα, μόλις το 'γραψα, φρέσκα κουλούρια... εδώ τα φράσκα κουλούρια... (σημειωτέον κουλούρι σχεδόν μηδέν θερμίδες, μηδέν. και του μοιάζει. καλημέρα. γύρισα). φεύγω..2009-08-16