Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

το ξυλοπάπουτσο. χριστουγεννιάτικο παραμύθι της δυτικής ευρώπης

ο ροδινός, είναι αλήθεια, δεν ένιωθε και πολύ άνετα.
πρώτον, τα ρουχαλάκια του δεν ήταν και πολύ ζεστά μ' αυτό το κρύο, αλλά τι να έκανε; είχε συνηθίσει.
δεύτερον, τέτοιες γιορτιάτικες μέρες, τα παιδιά του σχολείου τον είχαν βάλει ακόμη πιο πολύ στην άκρη. ακόμη κι επίτηδες να μην το έκαναν, τι μπορούσαν να του πουν; αυτοί μιλούσαν για τα δώρα που περίμεναν, τα ρούχα που ετοιμάζονταν, τις προετοιμασίες του τραπεζιού των χριστουγέννων, τα ξύλα στο τζάκι για τη γιορτή, και, κυρίως! για το παπούτσι που θα άφηναν στο τζάκι, να το γεμίσει ο αγιο-βασίλης του τόπου τους με τα δώρα! όλοι θα πήγαιναν στην εκκλησία τη νύχτα των χριστουγέννων! με τα πιο καλά τους ρούχα! μετά θα έτρωγαν και θα έπιναν με τη φασαρία της γιορτής, των συγγενών, την ευωχία της πιο χειμωνιάτικης και ζεστής γιορτής!
Και προπαντός ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΝΟΥΣΑΝ!!! θα άφηναν ένα παπουτσάκι στο τζάκι, και το πρωί των χριστουγέννων θα έβρισκαν εκεί τα δώρα του παπα-χριστούγεννου! ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΆΚΙ ΘΑ ΞΕΧΕΙΛΙΖΕ ΠΑΙΔΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΕ ΚΑΡΑΜΕΛΛΕΣ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΕΣ ΜΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΕΥΧΕΣ και ποιος ξέρει με πόσα καλούδια ακόμη...
τι να πουν στο ροδινό;
ο οίκτος τους είχε και μια δόση απαξίωσης: ορφανός, στα χέρια μιας τσιγγούνας θειάς που ποτέ δεν ερχόταν να πει μια καλή κουβέντα γι' αυτό το παιδάκι στους δασκάλους. κι οι δάσκαλοι, με τη βαρεμάρα της αδιαφορίας, σαν είχαν νεύρα, σ' αυτό το αγγελούδι τα βγαζαν. Το προστάτευε κανείς αυτό το παιδί; θα τους μίλαγε κανείς; ούτε καν η συνείδησή τους...
παραγκωνισμένος ο ροδινός, έπαιζε κουτσό, χάζευε τα περιστέρια που έτρωγαν τα ψίχουλα των συμμαθητών, τους άκουγε να μιλούν για προετοιμασίες γιορτινές... χαιρόταν όμως που έβλεπε χιόνι και ήλιο μαζί, κι ας κρύωνε! κυνήγαγε τα πουλιά μιλούσε στους συμμαθητές, που του απαντούσαν με τη βία... φορτωμένος δάκρυα σχεδόν έφτασε στην εκκλησία για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία. αταίριαστος. με τα καθημερινά του ρούχα. η γρια θειά θεωρούσε μεγάλο δώρο να τον ταϊζει κάθε μέρα, του το τόνιζε αυτό, πως χωρίς εκείνη θα ήταν πεταμένος στα δρόμο και να κάνει το σταυρό του που, όσο ανάποδος και να ήταν, όσο κι αν της κόστιζε αυτή η καθημερνή θρέψη του, αυτή τον είχε στο σπίτι της κι έπρεπε αυτός να το ξέρει καλά και να λέει 'ευχαριστώ το θεό που βρέθηκες καλή μου θεία και με τρέφεις, και να βοηθάω κι εγώ στο σπίτι, όχι να λες 'θεία, πόσο θα 'θελα κι εγώ κάτι ακόμη για τα χριστούγεννα' ντροπή είναι'... ο ροδινός μπήκε στην εκκλησία, με το βλέμμα των συμμαθητών καρφιτσωμένο στην πλάτη του... με την αδιάφορη συμπόνοια των άλλων, που του έκαναν χώρο να περάσει μόνο και μόνο να μην αγγίξει τα πλούσια ρούχα τους τυχόν και λερωθούν... νύχτα και οι καμπάνες χτυπούσαν γιορταστικά, όλοι μαζί στην εκκλησιά . στο τέλος της λειτουργίας, όλοι έβγαιναν χαρούμενοι προς το σπίτι και τη γιορή που τους περιμενε.
τα σκαλοπάτια της εκκλησίας ο ροδινός είδε ένα παράξενο θέαμα:
στο χιόνι που είχε κάτσει κι αυτό να γιορτάσει χριστούγεννα όπως πάντα,
πάνω στο χιόνι που είχε καλύψει το περβάζι στο πλατύσκαλο της εκκλησιάς ένα παιδί! ναι, ένα παιδί! κοιμόταν!
δεν ήταν ζητιανάκι, αφού δε ζητούσε τίποτα. κι αφού δε ζητούσε τίποτα, τον κοίταζαν, προσπέρναγαν όλοι χαιρετώντας και ευχόμενοι καλά χριστούγεννα ο ένας στον άλλον.
ο ροδινός, που δεν είχε εδώ που τα λέμε και πού να ευχηθεί, κοίταξε το παιδί με συμπαθεια και ενδιαφέρον.
πώς κοιμόταν εκεί αυτός ο μικρός φίλος; δεν κρύωνε; το πρόσωπό του δε φαινόταν να κρυώνει, αντίθετα, είχε κόκκινα μαγουλάκια, τα μαλλάκια του ακουμπούσαν στο χιόνι και προστάτευαν ίσως από μόνα τους το μικρό πρόσωπο. όμορφος πού ήταν...
ο ροδινός κοιτάζοντάς τον όπως ένα παιδί κοιτά τη χαρά του κόσμου, συνεπάρθηκε από το εξής θέαμα:
αυτό το παιδάκι δεν είχε παπούτσια. δεν είχε παπούτσια! τα ποδαράκια του πρέπει να κρύωναν που ακουμπούσαν τη χιονισμένη γη και το χιονισμένο πρεβάζι, κόκκινα ήταν...
αυτό ήταν συμπάθεια για το ροδινό: φορούσε ξυλοπάπουτσα, κρύωναν και τα δικά του ποδαράκια.

μα πιο πολύ ο ροδινός σκέφτηκε με το απίθανο μυαλό των παιδιών:
ο αγιο-βαίλης, ο παπα-χριστούγεννος, ΠΟΎ ΘΑ ΕΒΑΖΕ ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΙΔΆΚΙ;

γιατί ο ροδινός, όσο δύσκολα κι αν περνούσε, σκεφτόταν τη γλύκα της απαντοχής:
και αυτός θα άφηνε το παπουτσάκι του, έστω το ξυλοπάπουτσο, στο τζάκι! δεν μπορεί! κα΄τι θα άφηνε και σ' αυτόν ο παπα χριστούγεννος αγιοβασίλης... αυτή η σιγουριά και η ελπίδα τον έκανε να νιώσει πιο αλληλλέγγυος με το παιδάκι που κοιμόταν στο χιόνι.
χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε με ευκολία το ένα ξυλοπάπουτσο από το ποδαράκι του και το άφησε δίπλα στο ποδαράκι του κοιμισμένου παιδιού.

όταν θα 'ρχόταν ο παπαχριστούγεννος, θα έβρισκε το ξυλοπάπουτσο και θα ακουμπούσε τα δώρα του! ο ροδινός γύρισε σπίτι του χαρούμενος!
περίμενε κάτι, ένα δωράκι! κι επί πλέον, με ένα παπούτσι που του έμεινε, βρήκε την ευκαιρία κι έπαιζε κουτσί μέχρι να φτάσει σπίτι...
η θειά περίμενε με ανησυχία!
είχε ετοιμάσει μια σούπα καλύτερη από τις άλλες μέρες, ήταν καλή αυτή!
τον είδε να φτάνει χαρούμενος κι αυτό λιγάκι την εκνεύρισε. όταν όμως τον είδε με ένα ξυλοπάπουτσο, και τον ρώτησε τι έγινε και χαρούμενος ο ροδινός της είπε το κατόρθωμά του, που άφησε το παπουτσάκι στον άλλον πιτσιρικά που κοιμόταν μόνος του γιατί, πώς θα του άφηνε δώρο ο παπαχριστούγεννος αγιο-βασίλης; Τότε,
η γριά σχεδόν χάρηκε: να η ευκαιρία να βγάλει δικιολογημένα την κακία της!
-τι έκανες εκεί βρε παλιόπαιδο! άφησες το παπούτσι σου! κι εμένα δε με σκέφτηκες; τόσα λεφτά ξοδεύω για πάρτι σου βρε, και θα πρέπει τώρα να βρίσκω κι α΄λλο παπούτσι για να μην παγώνεις εσύ; με τέτοια διαγωγή και περιμένεις δώρο στο ξυλοπάπουτσό σου; με σύγχυσες! για τιμωρία σου να πας να κοιμηθείς νηστικός τώρα, να σου πω εγώ, να δίνεις τα πράγματά σου από δω κι από κει! και το πρωί βέργες για ξύλο θα βρεις στο παπούτσι σου, τόσο άσκεφτο και ανηπάκουο παιδί που είσαι! σα δε ντρέπεσαι!

ο ροδινός κοιμήθηκε χωρίς να καταπιεί τα δάκρυά του. το προσωπάκι του λούστηκε στην απονοιά της θείας, μα και τόσων ανθρώπων γύρω του.
μα το παιδί, πάντα είναι παιδί... το παιδί έχει ελπίδα, ναι, κοιμήθηκε κι απλώθηκε το χαμόγελο με τα όνειρα γύρω του
και σ' αυτόν ίσως, ας κοιμηθεί τουλάχιστον, ας κοιμηθεί κι ας παίζει ταμπούρλο η κοιλίτσα από την πείνα, ας κοιμηθεί γιατί μόνο αν κοιμόταν θα ερχόταν ο παπαχριστούγεννος...

...
Πρωί πια, κι ο ήλιος του χάιδεψε τη μύτη!
ξύπνησε με αγωνία χαρούμενη, έξω ακουγόταν φασαρία! περίεργη φασαρία, κι ο ροδινός άνοιξε γρήγορα τα ματάκια του.
τι να δει! το ξυλοπαπουτσάκι του!!!! ναι! ξεχείλιζε!
ένα ζεστό πανωφόρι, ένα καλάθι παιχνίδια, γλυκά, καραμέλες, δώρα, δώρα, δώρα!!!
το κρύο τζάκι ήταν ξεχειλισμένο δώρα!
ο ροδινός δεν πίστεψε πως ονειρευόταν, γιατί, το περίμενε η αθώα καρδιά του. αυτό ήταν τα χριστούγεννα: η χαρά του.
η γριά θειά δεν πίστευε στα μάτια της! πώς; ποιος, από πού...
ήξερε αυτή με τη σιγουριά των λογαριασμών της ότι αυτά τα πράγματα δε γίνονται...

κοίταξαν μαζί έξω:
τα παιδιά διαμαρτύρονταν και κουβέντιαζαν μεταξύ τους:
το πρωί ξύπνησαν κι είχαν βρει βέργες ξερές μέσα στα παπούτσια τους, έτσι έλεγαν.
ο ροδινός έγινε σφαίρα:
έτρεξε το πλατύσκαλο της εκκλησιάς, να ρωτήσει το φίλο του, τι έγινε, εντάξει με τον παπαχριστούγεννο αγιοβασίλη και το ξυλοπάπουτσο;
βρέθηκε σε μια μεγάλη παρέα μπροστά που κοίταζαν σα χαζοί: δεν υπήρχε παιδί πάνω στο χιόνι. το χιόνι όμως βαστούσε το σχήμα από ένα παιδικό κορμάκι: από τη μια μεριά, ένα φτωχό ξυλοπάπουτσο που κανείς δεν είχε αγγίξει.
από την άλλη, στη μεριά του κεφαλιού, ένα χρυσό φωτοστεφανάκι πάνω στο χιόνι...
όλοι έκαναν χώρο με σεβασμό στον φτωχό χαρούμενο:
εκείνος πήρε το παπουτσάκι του, κι όλοι κατάλαβαν πού, ακριβώς, είχαν γίνει τα χριστούγεννα στον τόπο τους...


είθε και μέσα μας φίλοι μου.



----------------------- το παραμύθια αυτό, με υπέροχη εικονγράφηση μονόχρωμη, μου το είχε κάνει δώρο όταν ήμουν φοιτήτρια ο αγαπημένος μου κύριος χούσμαν, ο γερμανός μουσικολόγος που φόρτωσε την ψυχή μου με το δώρο της αγάπης. κάπου δάνεισα αυτό το βιβλίο και δε μου επεστράφη ποτέ. βάστηξα όπως όπως στην καρδιά μου την ιστορία. σας την αφηγούμαι ως μητέρα, ναι, και μην κοροϊδέψετε, δεν είμαι η μάρθα βούρτση, απλώς, μια μαμά είμαι.
που πιστεύει στα χριστούγεννα (αλλά όχι στα λαμπάκια, χα χα χα)

7 σχόλια:

roula karamitrou είπε...

Καλά Χριστούγεννα μάνα ευκαιρίες για κουτσί να μας δώνεις :)

Unknown είπε...

κι εσύ και μ' ένα καραβάκι στο στραβό γιαλό μας!

Unknown είπε...

οι ευχές σου σοφές!

ανταποδίδω με αγάπη!

καλά χριστούγεννα και πολλά αγάπη προς όλους!

Ανώνυμος είπε...

κι εγώ με το που διάβασα τις τελευταίες λέξεις ξέσπασα σε κλάμματα ...πάω ν' ανάψω τα φωτάκια τουλάχιστον...

Unknown είπε...

diabolina παλιοπειραχτήρι!
αντί για λαμπάκια βάλε κεράκι
κάνει ατμόσφαιρα
δεν πληρώνεις δεη,
άσε που μπορεί να το ανάψεις και σε καμιά εκκλησιά, χε χε χε!)

ritsmas είπε...

Ευχές Ελενάκι μου. Νάσαι γερή να γράφεις με αυτή την υπερευαισθησία που σε διακρίνει..Φιλιά

Unknown είπε...

με συγκινείς ριτς.
και μου λείπεις πολύ. και σε σένα τις πιο ειλικρινείς ευχές μου, με την αγάπη που εμπνέεις πάντα!