Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

ιστορίες...

εγώ πάντα το 'λεγα...
γνωστή ατάκα.
πήγα να γράψω κάπου ένα σχόλια, κι έγραψα: εγώ πάντα το 'λεγα, αλλά εσείς δε με πιστεύατε: είμαι βλάκας.
αυθόρμητο ήταν.
έκανα λίγο πίσω και σκέφτηκα αναρωτώμενη: ναι; εκεί λίγο το παραπέτασμα έπεσε: όχι, δεν το' λεγες πάντα. μήπως πρέπει να γράψεις:
εγώ πάντα το φοβόμουνα...

αυτό ήταν;

τελικά κατάλαβα ότι δεν ξέρω.
πάντως ο φόβος
τι φόβος να ήταν;
όταν τους άφηνα να φύγουν όλους απο το σπίτι και επιθυμούσα διακαώς, παιδάκι, να μείνω μόνη μου αποδεικνύοντας στους άλλους ότι 'δε φοβάμαι'...
κι όταν έφευγαν, σήκωνα καρέκλες, ραδιόφωνα, κλπ και τα έβαζα πίσω από την πόρτα...
:)
πολύ τρυφερή ρίζα ο φόβος, κάνει χρόνια να ανθίσει, κι ανθίζει με παράξενα λουλούδια.
μαζί πρέπει να περιγράψω και την τρομερή αγωνία μου: πώς ζωγραφίζουν έναν άνθρωπο; έχω τόσους μπροστά μου, κι όμως, μόλις θέλω να ζωγραφίσω έναν, -πριν πάω στο δημοτικό- είναι τόσο δύσκολο! με προβλημάτιζαν πολύ ο αφαλός και οι ώμοι, πώς να ζωγραφίσω τον αφαλό. παραδόξως από κει ήθελα ν' αρχίσω...
αλλά...
σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν, που άκουσε κι ο παύλος.
το κέντρο του κάθε ανθρώπου είμαι μια μαύρη, μαύρη, μα και πυρακτωμένη πέτρα μέσα του, αυτή τον γεννάει, απ' την κοιλιά της μάνας του, τον βγάζει έξω, έχετε δει πέτρα που κόβουν;
δεν την κόβουν, ψέμματα είναι. κάτι έλεγε κι αυτός ο απλός ΄και σοφός σαλεμένος ο φρόιντ. τι κουβαλάς με το που γεννιέσαι, κι αργεί να λιώσει η πέτρα, σε μερικούς αν όχι σε όλους από μας, η πέτρα μ'όλα τα χώματα και υλικά κάνει το κάθε παρελθόν παρόν μας!
τα χώματα κι οι φωτιές που την έφτιαξαν μας πληγώνουν σε κάθε βήμα, και τα πολλά βήματα της ζωής κάποτε λειαίνουν την πέτρα, όπως στην κοίτη ποταμού...
και δεν αλλάζουμε, αλλά μαθαίνουμε την ηπιότητα, ή τη γαλήνη, μέσα από τον πόνο και την ταπείνωση...
έτσι το πρόβλημά μου ήταν, αφού ζωγράφιζα, πώς να ζωγραφίσω ανθρώπους!
κι έπρεπε να το ξεπεράσω.
να το μπορώ; δεν έλεγα πως δεν μπορούσα, γιατί το έβλεπα πως δεν μπορούσα. έλεγα το αντίθετο.
μια μεγάλη ξαδέρφη, μου έδειξε τον τρόπο: ένα ταυ μ' ένα πόδι παραπάνω, ένα κύκλο για κεφάλι, να ένα ανθρωπάκι.
αυτό που χρωστάω στη μάνα μου είναι: 'σε παρακαλώ γεωργία (το όνομα της συχωρεμένης της ξαδέρφης), άστην να ψάχνει τι θα φτιάχνει μόνη της, μην της ξαναδείξεις...
και μου 'κοψε το λουφέ της ευκολίας.
τέντωσα τα κερατάκια μάτια μου κι αυτάκια, σα σαλιγκαράκι που ήμουν, ό,τι ακούω και βλέπω να το παίρνω μόνη μου.
άκουσα κάποτε πως δεν πρέπει να ζωγραφίζεις με τσιγαρόχαρτο, όπως το έλεγαν, γιατί δε θα μάθεις ποτέ.
το άκουσα 'κάπου', σ' ένα μαγαζί, σ' ένα ψιλικατζίδικο, το 'λεγαν σε κάποιον άλλον, όχι σε μένα. για μένα όμως αυτό έγινε νόμος.
γιατί έλεγα ότι είμαι ζωγράφος.
γιατί η ζωγραφική σε έκλεινε με το πρόσωπο, τις κεραίες, τα μάτια, σ'έναν δικό σου κόσμο με μυτερά μολύβια κι άσπρα ή ακόμη καλύτερα μπεζ χαρτιά...
τι όμορφο τα χαρτιά, τι μαγικό, να είναι δικά σου, να τα κάνεις ό,τι θες...
να μην έχουν τις ρίγες της φυλακής που είχαν τα τετράδια...
να είσαι μόνος σου και να σε αγκαλιάζουν τα καθαρά βλέμματα ενός χαρτιού που ανεχόταν ό,τι σου 'ρχόταν στο κεφάλι, και μάζευε καταπώς το λέει ο ρίτσος για το κυκλάμινο, όλη την προσοχή, την ειρήνη, τη μοναξιά, που ένα παιδάκι μπορεί να έχει μέσα του...
και μετά ήρθαν τα δύσκολα.
τι; έπρεπε να γράφουμε ορθογραφία!!!
να θυμόμαστε ότι αυτό το πράμα γράφεται έτσι;;;;; μα, δεν είναι δυνατόν! να μπορώ να το θυμάμαι; όχι. δε γίνεται. κωστάκη, εσύ που κάθεσαι δίπλα μου, άσε με να δω! ο κωστής με άφηνε.
δεν ξέρω γιατί, ο κρόππερ ήταν.
αυτό που σας λέω είναι αλήθεια, έστω κι αν δεν το ξέραμε τότε. ούτε τώρα είναι από τα πράματα που γνωρίζουμε, είναι από τα πράματα που δεν ξέρω πώς, μας γέννησαν, ναι, εντάξει, βλακείες λέω, σταματάω αυτό...
ήρθαν λοιπόν οι μέλισσες, το σίριαλ με τις ριγωτές γραμμές και τις φωνές!
"τι γράμματα είναι αυτά; το ένα σαν το κεφάλι σου και το άλλο σα μια ψύρα!"
ξανά
και ξανά
και ξανά...
έμαθα ντε φάκτο, με το που άρχιζα αυτό τον απογευμματινό καθημερνό γολγοθά, μόλις καθόμουν, έκανα επίτηδες ένα χοντρό λάθος, και υποτίθεται πως για να το σβήσω χρησιμοποιούσα τη γόμα, εκ παραλλήλου έφτυνα, και κατάφερνα αυτό που ήθελα: να κάνω μια άσκημη τρύπα στο τετράδιο, να το πληγώσω...
ίσως όπως με πλήγωνε κι εμένα.
για τα γράμματα τα ίδια, δεν ξέρω τι να πω...
μάλλον τ'αγάπαγα, σα γλυκά πονεμένα μαύρα προβατάκια φυλακισμένα σ'άσπρο χαρτί. όπου τα 'βλεπα τα πλησίαζα και τα διάβαζα.
είχα φαίνεται φάτσα ηλιθίου, και στη δευτέρα δημοτικού στην αρχή, που είχα αλλάξει σχολείο από ένα ιδιωτικό σ' ένα δημόσιο, με βάλαν να διαβάσω να δουν αν ξέρω.
η ευγενική δασκάλα που ήξερε και από παιδαγωγικά και κυρίως αγαπούσε τόσο τα παιδιά ως αφορμή δώρου, είπε:
α, έπεσα σε σελίδα που την ξέρεις. τώρα θα δεις. γύρισε τη σελίδα αλλού κι αλλού.
εντάξει, είπε φειδωλά, όταν εγώ διάβαζα με την άνεση που χρειαζόταν.
με βάλαν να γράψω κάτι στον πινακα.
κι όλα τα πάμπολλα παιδιά που είχαν έρθει από ιδιωτικό τότε, εξαιτίας της αλλαγής ενός νόμου, δε θυμάμαι.
μετά δυο δασκάλες σχολίαζαν την κάθε γραμμή.
με σήκωσαν να τους πω ποια γραμμή είχα γράψει, τους είπα λάθος, την βρήκαν αυτές,
δεν ξέρω τι λέγαν, θυμάμαι όμως αυτή την κυρία ρούσκα που ήταν τελικώς η δασκάλα μου, αυτή που με έβαλε να διαβάσω, που είπε στην άλλην:
αλλά, τι τα θες; πήρε την κιμωλία και έγραψε ένα ε ανάποδα, τόσο υποτιμητικά...
και πέταξε την κιμωλία κάτω.
καταλαβαίνετε, εισέπραττα πάντα αποδοχή...
είμαι βλάκας, το ξέρετε;
και φυσικά συνεχίζεται...

7 σχόλια:

Coco είπε...

άντε καλέ με τα ζόρια του δημοτικού! και ξύλο να δεις να βάλουν κι οι τσέπες μου! αλλά ποτέ δε μ΄ένοιαζε!
με σήκωσε η δασκάλα στην Α΄δημ. να δείξω στους συμμαθητές μου λέει πώς να διαβάσουν καμιά δεκαριά λέξεις στον πίνακα
κι είχε και διφθόγγους κι άλλα τέρατα
και δεν ήξερε κανείς να διαβάζει
αλλά ούτε και γω
μα πώς της πέρασε από το μυαλό ότι ήξερα;
έγραφα όμως ορθογραφημένα
ας πούμε το όνομα του συμμαθητή μου Παναγιώτη με ωμέγα
κι εκείνος το έγραφε με όμικρον και τις έτρωγε
κι ήταν κι ο Αντρέας
που του άρεσε να φτιάχνει το άλφα να πιάνει όλη τη σελίδα, συχνά και την διπλανή ή έβγαινε στο θρανίο
κι ο Αργύρης που έγραφε ψείρες
και μόνο αυτός έμαθε την προπαίδεια όλη και τη σιχαμένη διαίρεση!

PAN-DORA είπε...

Υπάρχει ένας μαυροπίνακας μέσα μας, μια άλλη tabula rasa, όπου ό,τι γράφει δεν ξεγράφει (η υποτίμηση, η προσβολή, η αδιαφορία, οι διακρίσεις, η αδικία). Δυστυχώς οι περισσότεροι έχουμε πολλά γραμμένα πάνω του. Κι αυτοί που τα΄γραψαν ήξεραν ομολογουμένως καλή ορθογραφία.

Unknown είπε...

αχ, αυτό το κοκάκι, πώς γράφει...
να σου πώ, με ποδήλατο είχες πάει να γράψεις την ορθογραφία στον πίνακα;

κι ο μαυροπίνακας της πανδώρας...
αυτός ο μαυροπίνακας...
πολύ σοφά το λες. είναι το μαύρο μας κουτί. άμα το βρεις, για πολλά της ζωής καταλαβαίνεις πώς έχουν...

raphssodos είπε...

για αγρίους...:)

VAD είπε...

Ασε τις ιστορίες,φόρα τα καλά σου κι ελα μια βόλτα από το μπλογκ,ένδυμα επίσημον,ε:))

Καλημέρα...

ο αποτέτοιος είπε...

αυτό με τις ρίγες τις φυλακής με τσάκισε. και εγώ έτσι το ένιωθα (το κατάλαβα πολύ αργότερα βέβαια..)

(καιρό έχω να περάσω και ακόμα πιο πολύ να αφήσω σχόλιο εδώ μέσα, τι κάνετε πως είστε;)

:)

Socrates Xenos είπε...

Χρόνια σου Πολλά, Ελέν!
Να τα εκατοστήσεις!