θα 'χουν περάσει 30 χρόνια από τότε: κοίταζα τις βιτρίνες στις βρυξέλλες, και να 'σου μια κυρά και μου λέει: μου δίνετε 5 φράγκα; ας πούμε 5 ευρώ, δλδ δεν ήταν και τελείως ευκαταφρόνητο το ποσό. κι εγώ, με απόλυτη ψυχρότητα και αντιπάθεια, της είπα όχι.
το συζήτησα αυτό με τον πατέρα βασίλειο κριβοσέιν, τον αείμνηστο αρχιεπίσκοπο των ρώσων, αυτόν που όταν ερχόταν στο πανεπιστήμιο, ενέπνεε τέτοιο σεβασμό, που όλοι οι βέλγοι σκίζονταν ποιος θα τον μεταφέρει, τι θα ακούσει, κλπ. αυτός με συμβούλεψε πάντα να δίνω, έστω ένα ελάχιστο τίποτα, 'για να μη σκληραίνει η καρδιά, είναι μια πονηριά αυτό', μου είχε πει γελώντας.
τον άκουσα χρόνια, μα τώρα τελευταία, είναι αλλιώς. πολλά τα θέματα, λίγη προσοχή στους γύρω.
τις προάλλες ανέβαινα προς τον ευαγγελισμό. να μια φιγούρα πάνω σ' ένα παγκάκι. παντελόνι, που κάμισο και σακάκι έκρυβαν ένα γυναικείο σώμα που δυσκολευόσουν να το καταλάβεις γυναικείο. ένα σώμα αδυνατισμένο στο φουλ από την πρέζα. το αδύνατο πρόσωπο φαινόταν μάλλον ψέμματα να λέει: 'πεινάω, δώστε κάτι να φάω'.
όχι, δεν έδωσα, ήμουνα βιαστική. το μυαλό μου με δικιολογούσε: τι να της δώσεις, τη δόση της θέλει να πάρει, τι να γίνει, ...
η διδασκαλία του πατρός βασιλείου μου ήρθε και πάλι στο νου. σκέφτηκα ουσιαστικά τον άνθρωπο που ήταν εκεί, σκέφτηκα ξανά χωρίς να απορρίψω την ηλίθια σκέψη μου γύρω από την πρέζα κλπ, και αφού την είχα προσπεράσει, διέσχισα το δρόμο και πήγα απέναντι όπου υπάρχουν μια σειρά μαγαζάκια, φαγάδικα, κλπ κλπ. μπήκα σε ένα φούρνο. πόσο έχει αυτό; τι είναι εκείνο; έχετε τάδε; δε μου γέμισε το μάτι, πήγα δίπλα, και δίπλα, και δίπλα. κατέληξα λίγο πιο πάνω, κι έδωσα το αστρονομικό ποσό των 4 ευρώ και πήρα μια αλμυρή και μια γλυκιά πίτα, κι ένα νερό. χαρτοπετσέτες και τα συναφή. γύρισα πίσω, και γυρνώντας ξαναδιέσχισα το δρόμο λοξά κατευθυνόμενη προς την γυναίκα που καθόταν στον πάγκο.
πριν προλάβω να μιλήσω, το βλέμμα της φωτίστηκε και με βοήθησε να της πω:
είπες ότι πεινούσες, κι εγώ λοιπόν σου έφερα αυτό. ελπίζω να σου αρέσει.
μου έκανε εντύπωση πως γι' αυτήν οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς περαστικοί. η τύπισσα ήταν σαν να κατάλαβε από την αρχή ό,τι παίχτηκε μέσα μου. και προφανώς αυτό τη συγκίνησε. το ευχαριστώ της ήταν τέτοιο που με γέμισε χαρά.
με έκανε να σκεφτώ πως πέρα από το φαγητάκι, η γυναίκα αυτή, βλεποντας αυτή την ελάχιστη διαδρομή που έκανα για χάρη της, συγκινήθηκε.
ίσως και για τις δυο μας μαλάκωσε η καρδιά.
αυτή με βοήθησε να εμπαιδώσω καλύτερα αυτό που έλεγε ο αείμνηστος πατέρας βασίλειος κριβοσέιν...
ο κριβοσέιν έμενε πάνω από τη ρώσικη εκκλησία, απέναντι από το χίλτον βρυξελλών. τότε τουλάχιστον, σήμερα δεν ξέρω, ήταν η γειτονιά για τις ακριβές πόρνες: κυκλοφορούσαν σε πανάκριβα αυτοκίνητα και φεύγανε με τον πελάτη προς άγνωστη κατεύθυνση. πολλές ζούσαν διάφορα δράματα. χτυπούσαν όποια ώρα κι αν ήταν το κουδούνι του πατρός βασιλείου, κι αυτός κατέβαινε και άνοιγε την εκκλησία.
τον μάλωναν οι διάφοροι από την επιτροπή της εκκλησίας, λέγοντας: αν θέλετε να σας σκοτώσουν, κάντε ό,τι θέλετε, μα όταν ανοίγετε εδώ, μπορέί να κλέψουν την εκκλησία!
κι εκείνος κουνούσε το γεροντικό κεφαλάκι του πως 'ναι ναι μα όταν κάποιος έχει ανάγκη τι να κάνουμε'....
τι λέω τώρα...