Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

τυχαία τριλογία


803
Σου βγάζω έξω πάλι
Τον έρωτα στα χιόνια
Θυμάμαι γραμματεία στο δρόμο του δάσους
Παράθυρο στο χιόνι.
Θυμάμαι χρόνια παιδικά που είχαν ξεχαστεί στην άδολη ζωή, όντως μεγάλη.
Παιδικό πανσέληνο ανεπιτήδευτο ξένο πρόσωπο πλέον.

Τώρα η ανησυχία του θανάτου γυροφέρνει.
Κάθε τι τελειώνει

βρίσκει χόβολη ζεστή για ν’ ακουμπά
Το πέρασμα
Το σωστό
Το λάθος
Μια ζεστή, γοητευτική οπή ανάμεσα στον πόνο και την πραγματικότητα όπου όλα γλυστρούν.

2009-12-22
804
Η πιο ωραία ώρα είναι τώρα
Που είναι το τέλος σφηνωμένο στο μυαλό
Ένας ιστός
Ένα βέλος
Ένας οδηγός σε έρημο τρένο με πεθυμιές που σκαλώνουν στις ράγιες του ουρανού
Ο ουρανός,
Μόνος, πάνω μας
Κι αυτός σιγοψιθυρίζει στις σκάλες
Κατεβαίνοντας στον τάφο

Όπου όλοι θα πάρουμε μια στάλα δροσιά μέσα στο κλειστό στόμα
Και ποίμα
Και δίψα
Και πείνα
Και ντροπή
Και θάνατος ό,τι δεν πραλάβαμε να πούμε.

2009-12-22
805
Χόρτασε χρυσό το αχόρταγό μου μάτι
Στο δάχτυλο περασμένη η περιουσία του λαού μου
Και μια σκανδάλη.
Στα χέρια η λάσπη, το μιστρί και μια παγόδα
Μ’ αστραφτερή τη στέγη.
Τα πόδια μου δεμένα, στη μουσκεμένη κλίνη
Τα χέρια μου δεμένα στην πλάτη του χρυσού,
Χαρίζω
χάδι στην πλούσια σοδειά μου
Στα γόνατα νερά έχουν φτάσει οι πόνοι βρίσκουν ρίζες
Μια χούφτα με διαμάντια από τις μνήμες
Και ροζιασμένα κούτελα που έχουν χτυπήσει πόρτες και παραθύρια σιωπής, διαμάντια και ζαφείρια σε μάτια των περαστικών μέσα σε όνειρα στα κέντρα της αθήνας
Ομόνοια, συμπόνοια, ζαχαροπλαστείον πίκολον
Τόσο μικρό όσο η αναμονή του φτωχού στη στάση
απέξω λεωφορείον ο πόθος «τρείς γέφυρες-ομόνοια», με τις ίδιες υγρές φωνές που δε μιλούσαν, κραύγαζαν της εφηβείας την καταπίεση, της νιότης τα δεσμά τα ντροπιασμένα, και του μεσόκοπου τα υγρά στο βρωμερό το παντελόνι κολλημένο στ’ άγουρα χρόνια ενός εφήβου
μεταλλικές οι στάσεις όπου κατέβαινες της ηδονής τα δέντρα.
τώρα
Μου θες στα δάχτυλα να κροταλίζει χρήμα
Μέτρα,
Στα ξώθυρα των στάσιμων αναπαμένους θανάτους
Πόσους έζησες, πόσους πόθησες, και πόσοι θάνατοι ήρθαν έτσι, δωρεάν.
Στην παγόδα,
Στην κορφή,
Η λύτρωση
Στάζει όντως θανάτους και φεγγοβολά μικρά διαμαντάκια
Κι εγώ
Κινέζα με δεμένα πόδια
Μ’ αλυσοδεμένα χέρια
Και μάνα
Μαζεύω,
Σκύβαλα.

Ας είναι σκύβαλα. Άλλο το χρήμα,
κι άλλο η ελευθερία.

2009-12-26


ελένη κονδύλη

2 σχόλια:

Unknown είπε...

χα χα χα, μαλακίες.

Μηθυμναίος είπε...

Πώς γίνεται εγώ να το βρίσκω εξαιρετικό, καλή μου φίλη;
μ' ακούμπισαν πολλά...

Καλημέρα και να 'χεις μια υπέροχη Αυγουστιάτικη Κυριακή!