Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

7 ποιήματα. επτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό...


Κάποιες δημοσιεύσεις στο περιοδικό ‘Ευθύνη’ και ‘Νεοελληνικός Λόγος’.

Δύο ποιητικές συλλογές: Λάθος τρένο, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, και ‘Ειδήσεων και Θηρίων’, εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα 2010.

και διαδίκτυο.

να επτά ποιήματα που βρήκα σ' ένα φάιλ που θα καταστρέψω τώρα (τα έχω όλα μαζί σ' ένα άλλο, καλημέρα σας!)


1.

Πήρα τη βάρκα – βγήκα στο πέλαγο τ’ ανοιχτό

κι είδα στο βυθό το κοιμισμένο δάσος με τα φύκια

τους σιωπηλούς διαβάτες που ‘χουν πηδάλιο την καρδιά τους, κι αφημένο

το μαγεμένο αυλό δίπλα στα βράχια.

Πήρα ένα κομμάτι θάλασσα και το ‘χυσα πάνω στ’ άγραφο χαρτί,

ανέβηκα και παρακάλεσα τ’ αστράκι να μου δώσει δροσιά κισσό

έγραψα μ’ αυτά τα σύνεργα μικρούλα ζωή, ένα πουλί

πέταξε

μέσα μου

2.

Μακρινές φλόγες αγκαλιάζουν την ψυχή μου με νοσταλγία

ευωδιά κέδρου στην ερημιά της ερήμου,

εσπερινοί ήχοι

και νυχτερινά νοήματα -

τώρα στην παραλία της μνήμης μου έχεις γείρει.

τη στάχτη κοιτώ, χαμογελώ κι αγαλλιάζω

σ’ αγγίζω, σε νιώθω –τυφλά

τα βήματά μου οδηγούν στη σπονδή σου

ανοίγω στο φως σου - γέρνω στον πόθο σου και τη σκιά σου φιλώ,

κλείνω τα μάτια στο μέλλον –

βουβό το χάδι σου σε μυστικούς κόλπους βαπτίζεται κι εγώ

στο λιμάνι σου μπαίνω, ελεύθερα, σου γνέφω κι ακούς, στο τραγούδι μου ‘ναι’ απαντάς, πώς αλλιώς,

αλλιώς, όλα τελείωσαν. Οι τρομοκράτες και οι τρικυμίες, τα λόγια και τα χάδια, εδώ, αφημένα για λίγο στο απάγκιο.

3.

Οργή

Μια λέξη μόνο η ματωμένη μου καρδιά:

Οργή

Κι ανάπαυλα

σαν έβδομη μέρα

στην άκρη πτωχού βίου.

ξάφνου φυσάει το τέλος της βροχής. δακρύζει το σώμα στη κάθε πτυχή του,

ματώνει το βάθος. Στις λέξεις, οργή, στο αίμα, οργή και πίκρα με ποτίζει.

πληγή, σε έζησα. Αναβολή, πάθος σε θεώρησα. Σκέψη είσαι, για φαντασία;

Το μαχαίρι με στοργή γλύφει, ολέθριο παιχνίδι κρυφοπαίζει.

σε έζησα ορίζοντα, σε έντυσα πόθε.

Το αίμα ντύνει τη στοργή της περασμένης μου ζωής, ο βίος ανάλαφρος σαν καράβι τρικάταρτο σκίζει το χρόνο και τον κομματιάζει.

4.

παίξτε μου μουσική

Οι περιπατώντες εν Ιουδαία σπολιάν – πόλιν -

Πρόποσις έναντι αίματος, καταστροφή έναντι καταστολής έως προφητεία.

Πίνω στα ονόματα τ’ ουρανού, στα στιλβώματα του ναού επάνω, στ’ αποφόρια των τελευταίων ραββίνων.

Τους έλεγαν ράουι. Κρύβονταν όπως όλοι οι δάσκαλοι πίσω από στίχους και αποφθέγματα,

Έκρυβαν τις ραφές της μέθης στις τσέπες του κάθε μανδύα τους,

τα εγωιστικά τρίγωνα κεφάλια τους στη ματιά μας.

Εδώ, εγώ, σου λέω, σ’ αγαπώ!

Θαυμαστικά.

Σε κοιτάζω.

Όπως το ζώο ένας άνθρωπος. Δηλαδή με φόβο, με απόσταση, με απορία, με ένταση.

Ανέβασε την ένταση, πες στην ιστορία να σωπάσει, θέλω ν’ ακούσω το σήμερα.

Βαρέθηκα τις θεωρίες σας και τα κράτη της λογικής σας.

Παίξτε μου λίγο μουσική,

Βουτήξτε το παξιμάδι της νηστικής σας γνώσης στο κρασί μου.

Θα σας δω μετά, στου ιχθύος την όχθη την απέραντη, να ψαρεύετε ορίζοντα. Λίγο όνειρο, λίγο σχήμα, λίγο άνοιξη.

Θα περπατήσω πλάι σας με την έπαρση του αγαπημένου, θα περπατήσω με τα πόδια γυμνά σαν καρφιά πάνω σε ξύλινο τοίχωμα.

Ενώνω το κορμί με το νου μου και το καρφώνω πάνω σας

Πάνω στα ρούχα σας, στα άρματά σας, στη συνοδεία της φτώχειας σας.

Εγώ ο ερειστικός, εγώ ο αγαπημένος

Σκίζω τον άραφο χιτώνα των αναγραμματισμών και των αλφαβήτων,

Διακορεύω τους αγραμμάτους σας και τους διδάσκω ποίηση,

Εν αρχή ην

Εν αρχή εποίησε

Ζωντάνεψε μέσα σας η μνήμη του θανάτου τώρα. Σταθείτε λοιπόν να το βαδίσουμε μαζί αυτό το δρόμο

Στη μέση του πουθενά.

Λάθος τρένο. Τίτλος:. σελ. 50

5.

Κάμπος μ’ αρώματα με χρώματα

Καραβοκύρης στ’ ανοιχτά ο δυόσμος

Και ψιλαφάει το πρόσωπο με τη δροσιά του. Ζητώ απ’ τ’ άστρα να του ζυμώσουν το δρόμο με τα χρώματα, μη βγω μονάχη σαν αγκίστρι να κυνηγώ νεκρές τις λείες.

Ζητώ απ’ τ’ αστράκι ν’ ασημώσει το καλοκαιρινό διάβα του χειμώνα, ήσυχος δρόμος ξάστερος εμπρός μου.

Συνειρμικό τηλέφωνο η πύλη του αύριο

Εμπρός, ποιος είναι; Εσύ είσαι θάλασσα; Που θα με πας σήμερα; Θα ξαποστάσουν τα κύματά σου πάνω μου; Τι ώρα θα πεθάνω μαζί σου;

Συνειρμική μου θάλασσα, γλυκέ μου αμνέ χρωμάτων! Άδολα, άξαφνα, ανώφελα.

Ένα βλέμμα στο πουθενά βάφει αίματα τ’ όνειρο. Το μακελεύει στοργικά, σα τη μαμή το λώρο. Πνίγομαι σ’ αυτήν την εγκατάλειψη, σφίγγω τα δόντια δε μιλώ δεν αγρικώ τον πόνο. Ζητώ και ζω για να ημερεύω χωρίς τις νύχτες, τις άγριες νύχτες.

Βλέπω πουλιών ραμφίσματα μέσα στο φως που μ’ αγκαλιάζει,

Και κροταλίζει ασήμια το πρωί.

Περνώ ξανά τη δύναμη των ασημιών απ’ το ζεστό ψωμί σου, και σου χαϊδεύω, εγώ μου, τη ντροπή, ζεστοντυμένη αυτή μες στον ξηρό χειμώνα.

Εγώ σε πόθησα, μικρή βροχή, συζήτησα μαζί σου τα τοξικά πατήματα των στόχων. Θειάφι μυρίζει το αύριο. Θειάφι.

Καλοντυμένο αύριο, καλότυχο αγγελούδι, με τα γυμνά τα πόδια πεταρίζει στου αναστενάρη τον παλμό. Κανείς δε λέει. Ποια σημασία, ποια πατρίδα, ποια απόστροφο, ποιος λόγος.

Μηδαμινά όλα.

Στα ζήτησα να ζήσω,

Στα ζήτησα να υμνήσω το χρώμα το μοναδικό της έξαρσης. Της χώρας του ποτέ.

Σε ζήτησα σα χρέος να σε υπηρετώ, στην υψικάμινο των στόχων.

Θειάφι μυρίζει το αύριο.

Θειάφι καίει στο κάθε βήμα, αντίκρυ.

Ζητώ να σταθώ,

Όρθια.

6.

Ας τα πάρουμε ξανά μπροστά.

Να τα βάλουμε σε κουτάκια, μην ξεφύγει κανένα.

Τα κουτάκια ας είναι ανοιχτά σα μικροί, ταχτοποιημένοι,

Ορίζοντες.

Άντε τώρα να βρεις μια κουβέντα τόσο εύθραυστη.

Ορίζοντας, και να εννοείς ανοιχτός! Και πώς να τον ορίσεις!

Κιόλας ένα κιγκλίδωμα. Βουνά στο βάθος. Κιόλας το χάος να υπάρχει εδώ, ανοιχτό το κουτί και μπροστά η πεδιάδα. Σαν τεράστιο πηγάδι.

Πρόσεχε λίγο πώς μιλάς, θα παρεξηγηθείς.

Το είδες; Σε παρεξήγησαν. Σου είπαν: ζήσε.

Ήξεραν αν ήθελες; Κάθε προστακτική με ταράζει, όπως το ξεκίνημα αυτοκινήτου σε πάρκιγκ, σιωπή, μέσα στη νύχτα…

Χτες ονειρεύτηκα.

Πως είχα φίλους. Η ώρα, περίκλειστη-κλειστή, δεν πρόλαβα.

Να δω το πρόσωπο της ευτυχίας να χαμηλώνει.

Ψηλά σαν όραμα οι στόχοι της καθημερνότητας, να δεις, θα τα κάνω τα ψηλά απλά, τόσο απλά, που θα χάσουν κάθε νόημα έκπληξης, ευχαρίστησης, θα θρηνήσει θύματα κάθε όνειρο.

Ξυπνάς και σε σέρνει η πραγματικότητα απ’ τη μύτη.

Θυμήθηκα τα κουτάκια τώρα, που δεν είναι δικά μου. Μήτε δικά σας.

Ποιος τα φέρνει εδώ, μές στη ζωή μου, αυτά τα κουτάκια;

Ποιος καθηλώνει τα συναισθήματα, τις πορείες, τις εξεγέρσεις, τις διεργασίες της ποίησης;

Εν αρχή εποίησε

Αυτόν τον μοναδικό στίχο δεν θα μπορέσω να τον χτίσω πουθενά.

Αφαιρώ, αφαιρώ, διαπραγματεύομαι. Πάντα με το χτες. Δεν έχει τίποτα να δώσει.

Ότι είναι χτες, είναι αόριστο. Αριόστο, ποιητής; Άρρωστο, επίθετο…

Ρώμη. Πρωτεύουσα της ιταλίας. Ξύπνησα κι ο τίβερης έχει χαλάσει. Δεν κόβει πια την πόλη στα δύο, αφορμή ζητάει να στείλει τους ιούς του στους πέρα κάμπους της απουλίας.

Και κανείς δε μιλά.

Αλήθεια, κατοικεί κανείς στα κουτάκια;

Κανείς. Έρημη ανάμνηση ο κάθε χώρος. Φύγαν όλοι.

Μα, πού πήγαν;

Αριθμημένα όλα.

Κι ο χρόνος αριθμημένος μ’ ένα ξυπνητήρι. Και μιαν έκρηξη.

7.

Με λόγια βαριά

Βγάζω σεργιάνι τις απουσίες σου όλες, στρατός θροϊζοντα φύλλα.

Η σκόνη ανακατεύεται απ’ τις οπλές μας,

Άτι ο χρόνος που τη γη πατά,

και τη σφραγίζει.

Οπλίζω, στοχεύω, απορρίπτω.

Μένει μια δακρυσμένη σκόνη στον αέρα, χωρίς θησαυρό, δίχως βροχή.

Μπόρα με φλόγες, π’ ανασταίνει φύλλα.

Μια χούφτα ευωδιά σχεδόν βροχής ωστόσο, καλέ μου, σου προσφέρω.

Ασήμια οι λέξεις πάνω στη μνήμη των μετώπων

που είδαν το αύριο σε μια στιγμή προφητείας.

Η λάμψη έφυγε, έμεινε η σκόνη απ’ τις οπλές.

Οπλίζω, στοχεύω, μα δεν μπορώ να ξεχάσω.

το παρόν ανακατεύεται σα σιωπηλό παράλογο και μόνο ποδοβολητό. Κανείς, μήτε στο χτες μήτε στο επέκεινα, και μήτε στο παρόν.

Και να ένας δρόμος.

Τα φύλλα κλαίνε πράσινα, θροϊζοντα, δροσερά, λαμπυρίζοντα, δακρυσμένα,

Κλαίνε το φόβο του πουθενά που κρύβεται, αλυχτά σιωπές στα τέσσερα σημεία των οριζόντων,

ίδιος ο φόβος κυπαρίσσι σ’ υποθαλάσσιο κοιμητήρι. Ήπιος ύπνος θάνατος.

Έλα ύπνε, να ρθώ πάνω σου για μια στιγμή συνουσίας, ένα πέταγμα.

Στα τρία τινάγματα, το κανένα. Στα είκοσι βήματα, το εκατομμυριοστό. Στα «δυο λεπτά!», τα λέπια απ’ ασημένιο ψάρι.

Κι ο θάνατος ατόφιος, δε μ’ αγγίζει.

Ψέλνω, περνώ, διατάζω

Κανέναν δεν αγγίζω, είμαι όλη φύλλα, ξάφνου καρπούς δεν αντηχώ μήτε κλαδιά και μήτε ρίζες.

Είμ’ ένα θαύμα

Ένας υμένας διαφορά.

Ένα αύριο που δε θα ξυπνήσει.

Ένα χτες που δεν παραιτήθηκε.

Παρόν δεν είμαι,

Παρά, πράσινο φύλλο.

Ελένη Κονδύλη

1 σχόλιο:

agrampelli είπε...

"...τους σιωπηλούς διαβάτες που ‘χουν πηδάλιο την καρδιά τους!"
Αχ Ελένη...με δυό-τρεις λέξεις,ολόκληρο μεγαλείο μας δείχνεις...Σ ευχαριστώ!