τι κουβέντα!
κοιμόμουν μικρή και κανένας θόρυβος δε με ξυπνούσε. με ξυπνούσε όμως το φως που έμπαινε από τις γρίλιες του κλειστού παραθύρου, και τα κλειστά μου μάτια, όσο κι αν σφαλίζονταν, δέχονταν φως.
ξυπνούσαν; δεν ξέρω. στην καθημερνή γλώσσα λέμε: 'και ξύπναγα'.
φαντάσου τώρα ένα φως
τέτοιο που να είναι απρόσιτο.
που να ανοίγεις, να κλείνεις, να παλεύεις, κι εκείνο να είναι τόσο δυνατό, τόσο μα τόσο δυνατό, που να μην μπορείς να το δεις, να το υποψιαστείς, να το αγγίξεις, να το οσμηστείς, να το αισθανθείς, να το ακούσεις, να το καταλάβεις.
Αν, έλεγε ο νουάιμα, ο φοβερός μύστης του 20ου αιώνα...
'αν' .... 'κλείσε τα μάτια: θα δεις...'
άκουσα σήμερα για το απρόσιτο φως των θεοφανείων.
το φως που ξέρεις, είναι κόσμους μακριά: σύμπαντα πόνου, ταπείνωσης, ηρεμίας, γαλήνης, ανέχειας, πλούτου άγνωστου, τυφλότητας.
το φως που ξέρεις, είναι αιωνιότητες φωτός μακριά σου
σφίγγεις τα μάτια, αδύνατον, ούτε τότε μπορείς να το δεις,
ανοίγεις, τα μάτια έχουν νερά για να καθαριστούν, δάκρυα ροές καθαρά μάτια, παλεύεις, τίποτα, ξέρεις, αυτό, το φως, το απρόσιτο,
δε θα το δεις
δε θα το αγγίξεις
δε θα το ακούσεις όταν έρχεται
θα το εκλιπαρήσεις να φανερωθεί και θα ξέρεις ότι είναι απρόσιτο
μα σε μια στιγμή φωτός που δεν είναι δική σου,
θα σε αγγίξει
γιατί είναι παντού μα πολύ μακριά από τη ζωή σου
θα σε συνεπάρει για μια ελάχιστη στιγμή ζωής πάνω σου
θα σ' αρπάξει όπως ο ψαράς αρπάζει σε μια στιγμή πόνου το ψάρι του και το πετάει αλλού
τέτοια στιγμή ελέους και αθανασίας.
ήλθες εφάνης το φως το απρόσιτον.
ημέρα των φώτων.
κάθε ευχή που δεν είναι εσωτερική αυτή τη στιγμή μου φαίνεται μάταιη.
καλημέρα σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου